Anonymous

συγκατεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον στην [[επιτέλεση]] έργου, [[συνεργώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>3.</b> [[συνεργώ]] στην [[υποδούλωση]] χώρας<br /><b>4.</b> [[φονεύω]] [[μαζί]] με κάποιον («σὺ δὲ [[τέκνα]] τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον στην [[επιτέλεση]] έργου, [[συνεργώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>3.</b> [[συνεργώ]] στην [[υποδούλωση]] χώρας<br /><b>4.</b> [[φονεύω]] [[μαζί]] με κάποιον («σὺ δὲ [[τέκνα]] τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατεργάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i> — Παθ., παρακ. <i>-είργασμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[βοηθώ]] ή [[υποστηρίζω]] κάποιον στην [[επίτευξη]] ενός έργου, [[συνεργώ]], [[συμπράττω]], <i>τίτινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· με δοτ. μόνον, [[συνεργάζομαι]] με, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάκτηση]] μιας χώρας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[συνεργώ]] σε [[δολοφονία]], [[θανατώνω]] από κοινού, σε Ευρ.
}}
}}