εὔοφρυς: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔοφρυς:''' -υ, αυτός που έχει ωραία φρύδια, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔοφρυς:''' -υ, αυτός που έχει ωραία φρύδια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔοφρυς:''' υος adj. с красивыми бровями (sc. [[γυνή]] Anth.).
}}
}}