ἐπίστενος: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίστενος]], -ον (Α) [[στενός]]<br />αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή [[ἀορτή]]... εὖ [[μάλα]] [[κοίλη]], προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίστενος]], -ον (Α) [[στενός]]<br />αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή [[ἀορτή]]... εὖ [[μάλα]] [[κοίλη]], προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίστενος:''' (только в compar. ἐπιστενώτερος) сулившийся, суженный Arst.
}}
}}