Anonymous

ἐπίστενος: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_18)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίστενος''': -ον, συνεσταλμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 7. ἐν τῷ συγκρ.
|lstext='''ἐπίστενος''': -ον, συνεσταλμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 7. ἐν τῷ συγκρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίστενος]], -ον (Α) [[στενός]]<br />αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή [[ἀορτή]]... εὖ [[μάλα]] [[κοίλη]], προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}