ἔταμον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔτᾰμον:''' Ιων. και Δωρ. αόρ. βʹ του [[τέμνω]].
|lsmtext='''ἔτᾰμον:''' Ιων. και Δωρ. αόρ. βʹ του [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔταμον:''' (= [[ἔτεμον]]) ион. aor. 2 к [[τέμνω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. τέμνω.

Greek Monotonic

ἔτᾰμον: Ιων. και Δωρ. αόρ. βʹ του τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔταμον: (= ἔτεμον) ион. aor. 2 к τέμνω.