πτωχεύω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτωχεύω:''' Ιων. παρατ. <i>πτωχεύεσκον</i>, μέλ. <i>-εύσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[φτωχός]], δηλ. [[επαίτης]], [[πηγαίνω]] να ζητιανέψω, [[ζητιανεύω]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ., [[λαμβάνω]] επαιτώντας, <i>δαῖτα</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[επαιτώ]] ή ζητώ [[ελεημοσύνη]] από, σε Θέογν.
|lsmtext='''πτωχεύω:''' Ιων. παρατ. <i>πτωχεύεσκον</i>, μέλ. <i>-εύσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[φτωχός]], δηλ. [[επαίτης]], [[πηγαίνω]] να ζητιανέψω, [[ζητιανεύω]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ., [[λαμβάνω]] επαιτώντας, <i>δαῖτα</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[επαιτώ]] ή ζητώ [[ελεημοσύνη]] από, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''πτωχεύω:''' (эп. impf. iter. πτωχεύεσκον)<br /><b class="num">1)</b> нищенствовать, побираться, просить подаяния (κατὰ [[ἄστυ]], ἀνὰ δῆμον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выпрашивать (δαῖτα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> жить в нищете Plat.;<br /><b class="num">4)</b> нищать (ἐπτώχευσε [[πλούσιος]] ὤν NT).
}}
}}