πτωχεύω

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχεύω Medium diacritics: πτωχεύω Low diacritics: πτωχεύω Capitals: ΠΤΩΧΕΥΩ
Transliteration A: ptōcheúō Transliteration B: ptōcheuō Transliteration C: ptocheyo Beta Code: ptwxeu/w

English (LSJ)

A fut. -σω Od. 15.309: Ep. impf. πτωχεύεσκον 18.2:—to be a beggar, go begging, Il.cc.; ἀνὰ δῆμον 19.73, cf. Tyrt.10.4, Ar.Nu.921 (anap.), etc.; ἐπὶ ξενίας Antipho 2.2.9.
2 to be as poor as a beggar, Antiph.322, Pl. Erx.394b.
3 metaph. c. gen., to be badly off for, πραγμάτων, of historians, Plb.7.7.6.
II trans., beg (for), δαῖτα Od.17.11, 19.
2 c. acc.pers., ask an alms of, φίλους Thgn.922.

German (Pape)

[Seite 812] betteln; ἀνὰ δῆμον, Od. 19, 73; κατὰ ἄστυ πτωχεύεσκε, 18, 2. – Auch c. accus., erbetteln, ὄφρ' ἂν ἐκεῖθι δαῖτα πτωχεύῃ, 17, 11. 19; – als Bettler angehen, ansprechen, φίλους, Theogn. 918. – Ar. Nubb. 921; u. in Prosa: Antiph. 2 β 6; Plat. Eryx. 394 b; Plut. Flam. 21; Luc. Necyom. 17; – bettelarm sein, Antiphan. in B. A. 112.

French (Bailly abrégé)

mendier : δαῖτα OD sa nourriture ; τινά, auprès de qqn.
Étymologie: πτωχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωχεύω [πτωχός] iter. imperf. 3 sing. πτωχεύεσκεν, bédelen, ook met acc.:; δαῖτα π. om een maaltijd bedelen; arm zijn, arm worden:. ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν van rijk man verviel hij tot armoede NT 2 Cor. 8.9.

Russian (Dvoretsky)

πτωχεύω: (эп. impf. iter. πτωχεύεσκον)
1 нищенствовать, побираться, просить подаяния (κατὰ ἄστυ, ἀνὰ δῆμον Hom.);
2 выпрашивать (δαῖτα Hom.);
3 жить в нищете Plat.;
4 нищать (ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν NT).

English (Autenrieth)

(πτωχός), ipf. iter. πτωχεύεσκε, fut. part. πτωχεύσων: be a beggar, beg; trans., δαῖτα, Od. 17.11, 19.

English (Strong)

from πτωχός; to be a beggar, i.e. (by implication) to become indigent (figuratively): become poor.

English (Thayer)

1st aorist ἐπτώχευσα; (πτωχός, which see); properly, to be a beggar, to beg; so in classical Greek from Homer down; in the N.T. once, to be poor: πλούσιος, b. at the end (Sept. for דָּלַל to be weak, afflicted, נורַשׁ to be reduced to want, רוּשׁ to be needy, Psalm 34:11>).

Greek Monolingual

ΝΜΑ πτωχός
νεοελλ.
κηρύσσομαι σε πτώχευση, αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, κν. φαλίρω
μσν.-αρχ.
είμαι φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία (α. «πτωχεύειν ἤρξατο ὁ τὰ πλούσια δῶρα χαριζόμενος», Μηναί.
β. «ἤ πῶς ἄν οὗτος πλουσιώτατος εἴη, ὅν γε οὐδὲν κωλύει πτωχεύειν...», Πλάτ.)
2. ταπεινώνομαι, δείχνω ταπείνωση (α. «ἐκ βροτῶν σωτηρίαν πτωχεύσαντι Χριστῷ», Μηναί.
β. «γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅτι δι' ἡμαῖ ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν», ΚΔ.)
αρχ.
1. ζητιανεύω (σὺ δ' εὖ πράττεις, καίτοι πρότερον γ' ἐπτώχευες», Αριστοφ.)
2. ζητώ ελεημοσύνη («πτωχεύει δὲ φίλους πάντας ὅπού τιν' ἴδῃ», Θέογν.).

Greek Monotonic

πτωχεύω: Ιων. παρατ. πτωχεύεσκον, μέλ. -εύσω,
I. είμαι φτωχός, δηλ. επαίτης, πηγαίνω να ζητιανέψω, ζητιανεύω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. 1. μτβ., λαμβάνω επαιτώντας, δαῖτα, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. προσ., επαιτώ ή ζητώ ελεημοσύνη από, σε Θέογν.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχεύω: μέλλ. -σω· Ἰωνικ. παρατ. πτωχεύεσκον Ὀδ. Σ. 2· - εἶμαι πτωχός, δηλ. ἐπαίτης, ἐπαιτῶ, πρὸς ἄστυ, ἀνὰ δῆμον Ὀδ. Ο. 309, Τ. 75, πρβλ. Τυρταῖ. 7. 4, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 921, κτλ.· ἐπὶ ξενίας Ἀντιφῶν 117. 22. 2) εἶμαι πτωχὸς ὅσον ὁ ἐπαίτης, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 83, Πλάτ. Ἐρυξ. 394Β. 3) πτ. τινός, εἶμαι πτωχὸς εἴς τι, στεροῦμαι, Ἐκκλ. μεταφορ., πτ. τὴν διάνοιαν Ἰω. Χρυσ. II. μεταβ., λαμβάνω ἐπαιτῶν, δαῖτα Ὀδ. Ρ. 11. 19. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπαιτῶ, ζητῶ ἐλεημοσύνην παρά τινος, φίλους Θέογν. 918. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α´, σ. 168.

Middle Liddell

πτωχεύω,
I. to be a beggar, go begging, beg, Od., Ar., etc.
II. trans. to get by begging, δαῖτα Od.
2. c. acc. pers. to beg or ask an alms of, Theogn.

Chinese

原文音譯:ptwceÚw 普拖休哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成了)貧窮 相當於: (דָּלַל‎) (יָרַשׁ‎)
字義溯源:成了貧窮;源自(πτωχός)=乞丐,窮人),而 (πτωχός)出自(πτῶσις)X*=蹲伏)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 成了貧窮(1) 林後8:9