κτήσιος: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτήσιος:''' -α, -ον ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην [[ιδιοκτησία]], <i>χρήματα κτ</i>., [[περιουσία]], σε Αισχύλ.· κτ. [[βοτόν]], το [[πρόβατο]] από το [[κοπάδι]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στο [[σπίτι]], [[Ζεὺς]] [[κτήσιος]], ο [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ.[[βωμός]], ο [[βωμός]] του <i>Διὸς κτησίου</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''κτήσιος:''' -α, -ον ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην [[ιδιοκτησία]], <i>χρήματα κτ</i>., [[περιουσία]], σε Αισχύλ.· κτ. [[βοτόν]], το [[πρόβατο]] από το [[κοπάδι]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στο [[σπίτι]], [[Ζεὺς]] [[κτήσιος]], ο [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ.[[βωμός]], ο [[βωμός]] του <i>Διὸς κτησίου</i>, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κτήσιος -α -ον [κτῆσις] tot het eigen bezit behorend, eigen;. χρημάτων κτησίων van eigen bezittingen Aeschl. Ag. 1009; κτησίου βοτοῦ van ons eigen vee Soph. Tr. 690. die het familiebezit beschermt (vooral als epith. van Zeus, ook van Athene);. κτησίου βωμοῦ πέλας dichtbij het beschermende altaar (d.w.z. van Zeus Ktesios) Aeschl. Ag. 1038.
}}
}}