3,274,919
edits
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κτήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κτήση]] ή στο [[κτήμα]], στην [[περιουσία]] («χρημάτων κτησίων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Δία) [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας («ἀγγεῑον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)<br /><b>3.</b> (για την [[Αφροδίτη]]) η [[προστάτιδα]] τών εταιρών, τών πορνών<br /><b>4.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Ερμή) <i>ὁ Κτήσιος</i><br />αυτός που παρέχει, που χαρίζει [[περιουσία]] («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῡ πωλεῑν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίων<br />β) «[[κτήσιος]] [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κτήτ</i>-<i>ιος</i>, με συριστικοποίηση, <span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημόσιος]]), με πιθανή [[επίδραση]] του [[κτῆσις]]. | |mltxt=[[κτήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κτήση]] ή στο [[κτήμα]], στην [[περιουσία]] («χρημάτων κτησίων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Δία) [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας («ἀγγεῑον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)<br /><b>3.</b> (για την [[Αφροδίτη]]) η [[προστάτιδα]] τών εταιρών, τών πορνών<br /><b>4.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Ερμή) <i>ὁ Κτήσιος</i><br />αυτός που παρέχει, που χαρίζει [[περιουσία]] («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῡ πωλεῑν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίων<br />β) «[[κτήσιος]] [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κτήτ</i>-<i>ιος</i>, με συριστικοποίηση, <span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημόσιος]]), με πιθανή [[επίδραση]] του [[κτῆσις]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κτήσιος:''' -α, -ον ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην [[ιδιοκτησία]], <i>χρήματα κτ</i>., [[περιουσία]], σε Αισχύλ.· κτ. [[βοτόν]], το [[πρόβατο]] από το [[κοπάδι]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στο [[σπίτι]], [[Ζεὺς]] [[κτήσιος]], ο [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ.[[βωμός]], ο [[βωμός]] του <i>Διὸς κτησίου</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |