σίδηρος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σίδηρος:''' Δωρ. σίδᾱρος, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">I.</b> το [[μέταλλο]] [[σίδηρος]], Λατ. [[ferrum]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ο [[σίδηρος]] ήταν το τελευταίο στη [[σειρά]] [[μέταλλο]] που τέθηκε σε [[κοινή]] [[χρήση]] από τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό καλείτο [[πολύκμητος]], αυτός δηλ. που η [[κατεργασία]] του είναι [[κοπιώδης]], σε Όμηρ.· ήταν υψηλής αξίας και κομμάτια από σίδηρο δίδονταν ως έπαθλα, σε Ομήρ. Ιλ. Κατά κανόνα εισαγόταν από τις βόρειες και τις ανατολικές περιοχές του Ευξείνου, [[Σκύθης]] [[σίδηρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[ferrum]], οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από σίδηρο, σιδερένιο [[εργαλείο]] ή όπλο, [[σπαθί]] ή [[μαχαίρι]], [[λεπίδα]] τσεκουριού κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέρος]] όπου πωλούνταν αντικείμενα από σίδηρο, [[σιδηρουργείο]], μαχαιροποιείο, σε Ξεν.
|lsmtext='''σίδηρος:''' Δωρ. σίδᾱρος, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">I.</b> το [[μέταλλο]] [[σίδηρος]], Λατ. [[ferrum]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ο [[σίδηρος]] ήταν το τελευταίο στη [[σειρά]] [[μέταλλο]] που τέθηκε σε [[κοινή]] [[χρήση]] από τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό καλείτο [[πολύκμητος]], αυτός δηλ. που η [[κατεργασία]] του είναι [[κοπιώδης]], σε Όμηρ.· ήταν υψηλής αξίας και κομμάτια από σίδηρο δίδονταν ως έπαθλα, σε Ομήρ. Ιλ. Κατά κανόνα εισαγόταν από τις βόρειες και τις ανατολικές περιοχές του Ευξείνου, [[Σκύθης]] [[σίδηρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[ferrum]], οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από σίδηρο, σιδερένιο [[εργαλείο]] ή όπλο, [[σπαθί]] ή [[μαχαίρι]], [[λεπίδα]] τσεκουριού κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέρος]] όπου πωλούνταν αντικείμενα από σίδηρο, [[σιδηρουργείο]], μαχαιροποιείο, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=σίδηρος -ου, ὁ, Dor. σίδᾱρος ijzer; vaak als symbool van kracht of hardheid; ὀφθαλμοὶ δ ’ ὡς εἰ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος ἀτρέμας zijn ogen stonden onbeweeglijk als horen of ijzer Od. 19.211; ὡς ἄρ ’ ἦσθα πέτρος ἢ σίδαρος u was blijkbaar van steen of van ijzer Eur. Med. 1279; voorwerp van ijzer zwaard, mes, gereedschap; uitbr. ijzermarkt Xen. Hell. 3.3.7.
}}
}}