3,274,216
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνευπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συνεισφέρω]] από κοινού, [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]] μαζί με άλλους, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[βοηθώ]] με τη [[συνεισφορά]] μου, [[συνεργώ]] προσφέροντας σε κάποιον, [[συνεπικουρώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βοηθώ]], [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ενός πράγματος, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συνευπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συνεισφέρω]] από κοινού, [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]] μαζί με άλλους, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[βοηθώ]] με τη [[συνεισφορά]] μου, [[συνεργώ]] προσφέροντας σε κάποιον, [[συνεπικουρώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βοηθώ]], [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ενός πράγματος, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-ευπορέω mede voorzien in, helpen met, met gen..; ἀναλωμάτων (het dekken van) de uitgaven Apollod. [Dem.] 59.72; helpen manieren te bedenken om, met ὅπως -bijzin. Plut. Lyc. 15.8. | |||
}} | }} |