Anonymous

συνευπορέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider de ses propres ressources.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐπορέω]].
|btext=-ῶ :<br />aider de ses propres ressources.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐπορέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνευπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συνεισφέρω]] από κοινού, [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]] μαζί με άλλους, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[βοηθώ]] με τη [[συνεισφορά]] μου, [[συνεργώ]] προσφέροντας σε κάποιον, [[συνεπικουρώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βοηθώ]], [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ενός πράγματος, σε Πλούτ.
}}
}}