πῶ: Difference between revisions

237 bytes added ,  31 December 2018
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῶ:''' επίρρ., Δωρ. αντί [[ποῦ]];<br /><b class="num">I.</b> πού; σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> πῶ [[μάλα]]; ή [[πώμαλα]]; πώς επιτέλους; [[ουδόλως]], σε Αριστοφ., Δημ.
|lsmtext='''πῶ:''' επίρρ., Δωρ. αντί [[ποῦ]];<br /><b class="num">I.</b> πού; σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> πῶ [[μάλα]]; ή [[πώμαλα]]; πώς επιτέλους; [[ουδόλως]], σε Αριστοφ., Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=πῶ [ποῦ] Dor. interrog. adv., hoezo?; Aeschl. Ag. 1507; πῶ μαλα of πώμαλα waar in 's hemelsnaam? hoe in vredesnaam?; als antwoord echt niet, absoluut niet.<br />πῶ Aeol. imperat. van πώνω.
}}
}}