παρατρέχω: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και [[δραμοῦμαι]]· αόρ. βʹ <i>παρέδρᾰμον</i>, γʹ πληθ. υπερσ. <i>-δεδραμήκεσαν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]] πιο πέρα ή [[προσπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσπερνώ]], [[προφθάνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατρέχω]] τὰ [[τότε]] [[κακά]], [[πηγαίνω]] πιο πέρα, τα [[ξεπερνώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[διασχίζω]] τρέχοντας ή [[διατρέχω]], μέσω κομματιού γης που είναι ορισμένο ή νοητό, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[διατρέχω]] [[γρήγορα]], δηλ. [[διέρχομαι]] [[επιτροχάδην]], σε Ισοκρ.· [[αψηφώ]], [[παραμελώ]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">5.</b> [[διαφεύγω]] [[απαρατήρητος]], <i>τινά</i>, σε Πολύβ.
|lsmtext='''παρατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και [[δραμοῦμαι]]· αόρ. βʹ <i>παρέδρᾰμον</i>, γʹ πληθ. υπερσ. <i>-δεδραμήκεσαν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]] πιο πέρα ή [[προσπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσπερνώ]], [[προφθάνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατρέχω]] τὰ [[τότε]] [[κακά]], [[πηγαίνω]] πιο πέρα, τα [[ξεπερνώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[διασχίζω]] τρέχοντας ή [[διατρέχω]], μέσω κομματιού γης που είναι ορισμένο ή νοητό, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[διατρέχω]] [[γρήγορα]], δηλ. [[διέρχομαι]] [[επιτροχάδην]], σε Ισοκρ.· [[αψηφώ]], [[παραμελώ]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">5.</b> [[διαφεύγω]] [[απαρατήρητος]], <i>τινά</i>, σε Πολύβ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-τρέχω langs... rennen:; παρ ’ οἰκίαν langs een huis Xen. An. 7.4.18; verder rennen:. παράτρεχ ’ εἰς τὰ Πιττάλου ren door naar het huis van Pittalos Aristoph. Ve. 1432; ἡμίπλεθρον ὃ δεῖ... παραδραμεῖν een half plethrum, dat we snel moeten afleggen Xen. An. 4.7.6. voorbijrennen, voorbijgaan:; Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον ik rende Iphiclos voorbij Il. 23.636; overdr. overtreffen:. τάδε... παρέδραμεν τὰ τότε κακά deze situatie overtreft het onheil van weleer Eur. HF 1020. overdr. erlangs lopen, voorbijgaan, passeren:. μακρότερα... εἰπεῖν καὶ μὴ ταχὺ λίαν παραδραμεῖν wat langer te spreken en niet er even snel langs te lopen Isocr. 4.73; ὅτι βουκόλος ἐμμὶ παρέδραμε omdat ik een koeherder ben, sloeg ze mij over Theocr. Id. 20.32.
}}
}}