παρατρέχω
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
A fut. -δραμοῦμαι Com.Adesp.555: aor. παρέδρᾰμον (the only tense used by Hom., v. infr.): pf. -δέδρομα (v. infr. 4): plpf. -δεδραμήκεσαν X.An.7.1.23: aor. 1 part. παραθρέξας A.R.3.955:—run by or past, ὁ δ' ἄρ' ὦκα παρέδραμεν Il.10.350, cf. 22.157; ἐς τὰ Πιττάλου Ar.V.1432; π. παρ' οἰκίαν X.An.7.4.18; οἱ-τρέχοντες the runners of a king's bodyguard, LXX 3 Ki.14.27, al.; οἱ περὶ τὴν διοίκησιν -τρέχοντες Arch.Pap.8.206(i B. C.).
b accompany, c. dat., χάρις π. ταῖς συνουσίαις Eun.VS p.499B.
c παράτρεχε be off!, Alex.16.11.
2 outrun, overtake, Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον Il.23.636, cf. Ar.Eq.1353; χελώνη π. δασύποδα Com.Adesp.555; π. τὰ τότε κακά go beyond, exceed them, E.HF1020; π. τινὰ ἔν τινι, π. τινὰ τοσοῦτον, excel, surpass him, Plb.31.25.2 and 29.12; ἔς τι Eun.Hist.p.252 D.
3 run through or over, τὸ λοιπὸν [τοῦ χωρίου] X.An.4.7.6; ἑπτά εἰσιν αἱ ἡλικίαι ἃς π. ὁ ἄνθρωπος Sch.Philostr.Her.p.391 Boissonade; run across (a space of ground expressed or implied), ἐπὶ... εἰς... X.An.7.1.23, 4.7.11: abs., dub. in ib.4.5.8.
4 run over, i.e. treat cursorily, Isoc.4.73; παρέργως π. D.H.Rh.5.3; τὰ γράμματα τῇ ὄψει π. Plu.2.520e; cf. παραδέδρομα (-ωμαι cod.)· παρεμνήσθην, Hsch.
b pass over, omit, Plb.10.43.1, Gal.8.869; ἵνα ταῦτα παραδράμω D.C.79.12; slight, neglect, Theoc.20.32.
5 escape un noticed, τινας Plb.6.6.4; παρὰ δὲ φρένας ἔδραμον ἀνδρῶν Opp.H.3.96: abs., of time, Hdn.2.12.4.
German (Pape)
[Seite 504] (s. τρέχω), 1) daneben vorbei- oder vorüberlaufen, Il. 10, 350. 22, 157, beide Male im aor. παρέδραμον; Ar. Vesp. 1452 u. Folgde; auch übertr., μὴ ταχὺ λίαν παραδραμεῖν, Isocr. 4, 73, schnell über Etwas hingehen; dah. auch übergehen mit Stillschweigen, μὴ παραδραμεῖν, ἀλλὰ ποιήσασθαι περὶ αὐτοῦ τὴν ἁρμόζουσαν μνήμην Pol. 10, 43, 1, u. Sp.; – entgehen, unbemerkt bleiben, οὐ παρατρέχει αὐτοὺς ἡ διαφορά, ἀλλ' ἐπισημαίνονται τὸ γιγνόμενον, Pol. 6, 6, 4. 10, 40, 5. – Von der Zeit, vorübergehen, τριῶν ἡμερῶν παραδραμουσῶν, Hdn. 2, 12, 7. – 2) im Laufe überholen, τινὰ πόδεσσιν, Il. 23, 636; übh. übertreffen, Eur. Herc. f. 1019; ὁ τὸν μισθὸν λέγων, τὸν τὰς τριήρεις παραδραμὼν ἂν ῴχετο, Ar. Equ. 1353; ὀλίγῳ χρόνῳ τοσοῦτον παρέδραμε τοὺς καθ' ἑαυτόν, Pol. 32, 15, 12, vgl. ib. 11, 2; Plut. u. a. Sp. – 3) hinzulaufen, Plut. Artax. 11. – Den aor. παραθρέξας hat Ap. Rh. 3, 955, wie Posidipp. (Plan. 275).
French (Bailly abrégé)
f. παραδραμοῦμαι, ao.2 παρέδραμον;
1 courir en passant auprès de ou le long de ; fig. effleurer à la course : τι effleurer une question ou un sujet en courant;
2 dépasser en courant, surpasser à la course, acc. ; fig. surpasser, vaincre, acc.;
3 courir vers, acc..
Étymologie: παρά, τρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-τρέχω langs... rennen:; παρ’ οἰκίαν langs een huis Xen. An. 7.4.18; verder rennen:. παράτρεχ’ εἰς τὰ Πιττάλου ren door naar het huis van Pittalos Aristoph. Ve. 1432; ἡμίπλεθρον ὃ δεῖ... παραδραμεῖν een half plethrum, dat we snel moeten afleggen Xen. An. 4.7.6. voorbijrennen, voorbijgaan:; Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον ik rende Iphiclos voorbij Il. 23.636; overdr. overtreffen:. τάδε... παρέδραμεν τὰ τότε κακά deze situatie overtreft het onheil van weleer Eur. HF 1020. overdr. erlangs lopen, voorbijgaan, passeren:. μακρότερα... εἰπεῖν καὶ μὴ ταχὺ λίαν παραδραμεῖν wat langer te spreken en niet er even snel langs te lopen Isocr. 4.73; ὅτι βουκόλος ἐμμὶ παρέδραμε omdat ik een koeherder ben, sloeg ze mij over Theocr. Id. 20.32.
Russian (Dvoretsky)
παρατρέχω: (aor. 2 παρέδρᾰμον - эп. 3 л. dual. παραδραμέτην)
1 бежать (εἴς τινα Arph.);
2 мимо пробегать, тж. перебегать (ὦκα Hom.; ἐπὶ τὸ κέρας ἑκάτερον Xen.);
3 опережать, обгонять (τινὰ πόδεσσι Hom.): π. τινά Polyb. ускользать от чьего-л. внимания;
4 превосходить (τινὰ ἔν τινι Polyb.);
5 бегло просматривать, пробегать (τὰ γράμματα τῇ ὄψει Plut.);
6 обходить молчанием (τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
παρατρέχω: μέλλ., ἴδε ἐν λ. τρέχω: ἀόρ. παρέδρᾰμον (ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. χρόνος): ὑπερσ. -δεδραμήσκεσαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 1, 23· μετοχ. ἀορ. α΄ παραθρέξας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 955. Παρέρχομαι τρέχων ἢ τρέχω παρά τι ἢ παρά τινα, ὁ δ’ ἄρ’ ὦκα παρέδραμεν ἀφραδίῃσιν Ἰλ. Κ. 350, πρβλ. Χ. 157· εἰς τόπον Ἀριστοφ. Σφ. 1432· τοὺς παρατρέχοντας παρ’ οἰκίαν καομένην ἠκόντιζον εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους Ξενοφ. Ἀν. 7. 4, 18. 2) ὑπερβαίνω εἰς τὸν δρόμον, «περνῶ», Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον Ἰλ. Ψ. 636, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1353· παρέδραμε τὰ τότε κακά, ὑπερέβη, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1020· π. τινὰ ἔν τινι, π. τινὰ τοσοῦτον, ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, Πολύβ. 32. 11, 2, καὶ 15, 12. 3) ὑπερβαίνω κατὰ τὴν ἀγχίνοιαν, ἐξαπατῶ, ἐπὶ ἰχθύων, παρὰ δὲ φρένας ἔδραμον ἀνδρῶν Ὀππ. Ἁλ. 3. 96. 4) διατρέχω, Λατ. cursu conficere, τὸ λοιπὸν (τοῦ χωρίου) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 6· π. ἑπτὰ ἡλικίας Σχόλ. εἰς Φιλόστρ. σ. 391 Boiss.· ― διατρέχω (διὰ μέσου διαστήματος ἢ ἐκτάσεως ὁριζομένης ἢ νοουμένης), ἐπί..., εἰς..., Ξεν. Ἀν. 7. 1, 23., 4. 7, 11· ἀπολ., αὐτόθι 4. 8, 8. 5) διέρχομαι ἐπιτροχάδην, πραγματεύομαι συντόμως, Λατ. percurrere, Ἰσοκρ. 55C· παρέργως π. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 3· τὰ γράμματα τῇ ὄψει π. Πλουτ. 2. 520Ε· ― ὡσαύτως, παρέρχομαί τι, παραλείπω αὐτό, Πολύβ. 10. 43, 1· ἵνα ταῦτα παραδράμω Δίων Κ. 79. 12· ― καταφρονῶ, παραμελῶ, Θεόκρ. 20. 32. 6) διαφεύγω ἀπαρατήρητος, τινὰ Πολύβ. 6. 6, 4· ― ἀπολ., ἐπὶ χρόνου, Ἡρῳδιαν. 2. 12.
English (Autenrieth)
aor. 2 παρέδραμον, πα ραδραμέτην, opt. παραδράμοι<<>*<>> run by, outrun, overtake, Il. 23.636.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
αντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά»
νεοελλ.
1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο
2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς δρόμους, τρέχω πάρα πολύ («παράτρεξα σήμερα, γιατί είχα πολλές δουλειές»)
3. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) παρατρεχάμενος, -η
α) κατώτερος υπηρέτης που χρησιμοποιείται στις εξωτερικές ή στις δύσκολες εργασίες
β) αυτός που δείχνει προθυμία στο να εξυπηρετεί έναν ισχυρό πολιτικό ή κοινωνικό ή οικονομικό παράγοντα τρέχοντας διαρκώς πίσω του και υπηρετώντας τον δουλικά, για να έχει την εύνοιά του
μσν.-αρχ.
διατρέχω, περνώ ένα διάστημα τρέχοντας («σὺ παρατρέχεις τὴν ὁδὸν πεζός», Πρόδρ.)
αρχ.
1. περνώ τρέχοντας κοντά ή μπροστά σε κάποιον («τοὺς παρατρέχοντας παρ' οἰκίαν καιομένην ἠκόντιζον», Ξεν.)
2. τρέχω δίπλα σε κάποιον, τον συνοδεύω («χάρις παρατρέχουσα ταῖς συνουσίαις», Ευνάπ.)
3. ξεπερνώ κάποιον στο τρέξιμο («Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον», Ομ. Ιλ.)
4. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον
5. νικώ, υπερνικώ κάτι («παρέδραμε τὰ τότε κακά», Ευρ.)
6. ξεπερνώ κάποιον κατά την ευφυία
7. προστρέχω κάπου
8. ζω, διαβιώνω, διέρχομαι τη ζωή μου («ἑπτά εἰσιν αἱ ἡλικίαι, ἅς παρατρέχει ὁ ἄνθρωπος», Σχόλ. στον Φιλόστρ.)
9. μτφ. α) περνώ κάτι επιτροχάδην, πραγματεύομαι με μεγάλη συντομία
β) συνεκδ. εξετάζω επιπόλαια («παρέργως παρατρέχειν», Δίον. Αλ.)
10. περιφρονώ, καταφρονώ
11. (στην προστ.) παράτρεχε
φύγε
12. διαφεύγω, ξεφεύγω, μένω απαρατήρητος
13. (για χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («τριῶν ἡμερῶν παραδραμουσῶν», Ηρωδιαν.)
14. (η μτχ. αρσ. ενεστ. στον πληθ.) οἱ παρατρέχοντες
υπηρέτες, υπάλληλοι, παρατρεχάμενοι
15. (κατά τον Ησύχ.) «παραδεδρόμηκα
παρεμνήσθην».
Greek Monotonic
παρατρέχω: μέλ. -θρέξομαι και δραμοῦμαι· αόρ. βʹ παρέδρᾰμον, γʹ πληθ. υπερσ. -δεδραμήκεσαν·
1. τρέχω πιο πέρα ή προσπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
2. προσπερνώ, προφθάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρατρέχω τὰ τότε κακά, πηγαίνω πιο πέρα, τα ξεπερνώ, σε Ευρ.
3. διασχίζω τρέχοντας ή διατρέχω, μέσω κομματιού γης που είναι ορισμένο ή νοητό, σε Ξεν.
4. διατρέχω γρήγορα, δηλ. διέρχομαι επιτροχάδην, σε Ισοκρ.· αψηφώ, παραμελώ, σε Θεόκρ.
5. διαφεύγω απαρατήρητος, τινά, σε Πολύβ.
Middle Liddell
fut. -θρέξομαι fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 παρέδρᾰμον 3rd pl. plup. -δεδραμήκεσαν
1. to run by or past, Il., Ar.
2. to outrun, overtake, Il.: π. τὰ τότε κακά to go beyond, exceed them, Eur.
3. to run through or over, run across (a space of ground expressed or implied), Xen.
4. to run over, i. e. treat in a cursory way, Isocr.:— to slight, neglect, Theocr.
5. to escape unnoticed, τινά Polyb.
Translations
run away
Arabic: هَرَبَ; Catalan: fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃跑; Czech: utéct; Dutch: vluchten, weglopen; Esperanto: forkuri; Finnish: juosta pakoon; French: s'enfuir; Friulian: fuî, scjampâ; German: wegrennen, davonlaufen; Ancient Greek: ἀλύσκω, ἀναδιδράσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, ἀποθέω, ἀποσεύω, ἀποτράχω, ἀποτρέχω, αὐτομολεῖν, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διδράσκω, διδρήσκω, δίω, δραπετεύειν, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκτρέχω, ἐκφέρω, ἐκφεύγω, παρασείω, ὑπεκφεύγω, φεύγειν, φεύγω; Hebrew: בָּרַח; Ido: fugar; Italian: scappare, fuggire; Japanese: 逃げる, 逃走する; Kabuverdianu: fuji; Kabyle: rwel; Latin: fugio; Ngazidja Comorian: utrawa; Norwegian: stikke av; Persian: فرار کردن; Polish: uciekać; Portuguese: fugir; Romanian: fugi, scăpa; Russian: убегать, убежать; Sanskrit: नश्यति, सिसर्ति; Spanish: huir; Swedish: springa iväg; Telugu: పారిపోవు; Walloon: cori evoye
escape
Albanian: arratisem; Arabic: هَرَبَ; Egyptian Arabic: فلت, زوغ, هرب; Armenian: փախչել; Aromanian: scap, ascap; Assamese: পলা, ভাগ; Asturian: escapar; Basque: ihes egin; Bulgarian: отървавам се; Catalan: escapar, fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃生, 逃跑; Czech: uniknout; Dutch: ontsnappen; Esperanto: eskapi; Estonian: pääsema; Finnish: paeta, karata, päästä; French: échapper, s'échapper, fuir; Friulian: scjampâ, sčhampâ; Galician: ciscar, cispar, liscar, iscar, escampaviar, escabildrar, fuxir, afufar, rispar, alimpar; Georgian: გაქცევა; German: entgehen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐌰𐌸𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Greek: δραπετεύω; Ancient Greek: ἀλύσκειν, ἀλύσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποφεύγειν, ἀποφεύγω, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διαφεύγειν, διαφεύγω, διδράσκω, διεκφεύγω, διεκφυγγάνω, διεξοδεύω, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκδιδράσκω, ἐκκυλίνδεσθαι, ἐκπροφεύγω, ἐκτρέχω, ἐκφεύγειν, ἐκφεύγω, ἐκφυγγάνειν, ἐκφυγγάνω, ἐξαλύσκειν, ἐξαλύσκω, ἐξυπαλύσκω, ἐξυπέρχομαι, ἐφορμίζω, παραλανθάνω, παρατρέχω, παραφεύγω, παρεκδύω, παρεκπίπτω, παρέρχεσθαι, ὑπεκκλίνω, ὑπεκπροφεύγω, ὑπεκτρέχειν, ὑπεκτρέχω, ὑπερτρέχω, ὑπερφεύγω, φεύγειν, φεύγω, φυγγάνειν, φυγγάνω; Haitian Creole: chape; Hebrew: נִמְלַט; Hungarian: megszökik; Icelandic: sleppa; Ido: eskapar; Indonesian: kabur; Italian: scappare, fuggire, darsela a gambe; Japanese: 逃げる, 免れる; Kabuverdianu: fuji; Khmer: គេច, រួច; Kurdish Northern Kurdish: revîn, bazdan; Latin: fugio, evado, aufugio, effugio, subterfugio, refugio, profugio; Latvian: izbēgt; Lithuanian: pabėgti; Malay: lari; Maltese: ħarab; Mansaka: losot; Maori: oraiti, paheno, pahiko, pakiha, mawhiti, puta te ihu, hōnea, whakatipa; Norman: êcapper; Northern Sami: báhtarit; Norwegian: unnslippe, unnkomme; Occitan: escapar; Old English: flēon, wiþfaran; Oromo: miliquu; Ottoman Turkish: قاچمق; Polish: wydostawać się, wydostać się; Portuguese: escapar, fugir; Romanian: evada, scăpa; Romansch: mitschar, mütschir, scappar, scapar, scapper; Russian: спасаться, спастись, совершать побег, совершить побег; Sanskrit: सिसर्ति; Slovak: utiecť; Slovene: zbežati, pobegniti; Spanish: escapar, liberarse, fugarse, furtarse; Swahili: kuponyoka; Swedish: fly, rymma; Tagalog: takas; Tamil: தப்பி; Thai: หนี; Turkish: kaçmak; Ukrainian: рятуватися, врятуватися, спасатися, спастися, утікати, втікати, втекти; Venetan: scanpar; Vietnamese: thoát, trốn thoát, trốn khỏi; Welsh: dianc; Yiddish: אַנטלויפֿן