3,274,216
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να καταφύγει, σε Λουκ. | |lsmtext='''καταφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να καταφύγει, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen. | |||
}} | }} |