Anonymous

καταφευκτέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να καταφύγει, σε Λουκ.
|lsmtext='''καταφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να καταφύγει, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen.
}}
}}