κορυβαντώδης: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(21)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορυβαντώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, [[μανιώδης]], [[έξαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κορύβας]], -<i>αντ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
|mltxt=[[κορυβαντώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, [[μανιώδης]], [[έξαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κορύβας]], -<i>αντ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant.
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Greek Monolingual

κορυβαντώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, -αντ-ος + κατάλ. -ώδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant.