Category:Woordenboekgrieks
Woordenboekgrieks Ancient Greek to Dutch dictionary.
Pages in category "Woordenboekgrieks"
The following 200 pages are in this category, out of 16,772 total.
(previous page) (next page)S
Α
- ᾱ̓́κων
- ᾱ̓έλιος
- ᾱ̓λέματος
- ᾱ̓λακάτα
- ᾱ̓λεκτρ-
- ᾱ̔́γημαι
- ᾱ̔γέτιν
- ᾱ̔γέχορος
- ᾱ̔γητήρ
- ᾰ̓́κων
- αἰέλουρος
- αἰέν
- αἰένυπνος
- αἰές
- αἰόλλω
- αἰγίβοσις
- αἰγίθαλλος
- αἰγίλιψ
- αἰγίπλαγκτος
- αἰγίπους
- αἰγίπυρος
- αἰγίς
- αἰγόκερως
- αἰγιβάτης
- αἰγινόμος
- αἰγινομεύς
- αἰγιπόδης
- αἰγλήεις
- αἰγλᾱ́εις
- αἰγοβάτης
- αἰγοπρόσωπος
- αἰγυπιός
- αἰγυπτιάζω
- αἰγῶνυξ
- αἰδέομαι
- αἰδέσιμος
- αἰδήμων
- αἰδόφρων
- αἰδώς
- αἰδοῖον
- αἰεί
- αἰείφρουρος
- αἰει-
- αἰειγενέτης
- αἰετός
- αἰζήϊος
- αἰζηός
- αἰηνής
- αἰθάλη
- αἰθέριος
- αἰθίοψ
- αἰθόλιξ
- αἰθός
- αἰθύσσω
- αἰθαλίων
- αἰθαλόεις
- αἰθαλόω
- αἰθεροβατέω
- αἰθρία
- αἰθρηγενέτης
- αἰθρηγενής
- αἰθριάω
- αἰθριοκοιτέω
- αἰκάλλω
- αἰκέλιος
- αἰκής
- αἰκία
- αἰκίζω
- αἰκίσματα νεκρῶν
- αἰκισμός
- αἰμίθεος
- αἰμίονος
- αἰνέω
- αἰνίζω
- αἰνίττομαι
- αἰνόγαμος
- αἰνόδρυπτος
- αἰνόθεν
- αἰνόλεκτρος
- αἰνόλινος
- αἰνόμορος
- αἰνόπαρις
- αἰνός
- αἰναρέτης
- αἰνετός
- αἰνιγματώδης
- αἰνικτός
- αἰνικτηρίως
- αἰνολέων
- αἰνολαμπής
- αἰνοπάτηρ
- αἰνοπαθής
- αἰολέω
- αἰολίζω
- αἰολόμητις
- αἰολόπρυμνος
- αἰολόπωλος
- αἰολοβρέντας
- αἰολοθώρηξ
- αἰολομίτρης
- αἱμάς
- αἱμόδιψος
- αἱμόκερχνον
- αἱμόρραντος
- αἱμόρροια
- αἱμόρροος
- αἱμόρρυτος
- αἱμώδης
- αἱμακουρία
- αἱμακτός
- αἱμαλέος
- αἱμασιά
- αἱμασιάς τε λέγειν
- αἱμασιώδης
- αἱμασιὰς λέγειν
- αἱματίζω
- αἱματίτης
- αἱματόεις
- αἱματόρρυτος
- αἱματόφυρτος
- αἱματόω
- αἱματώδης
- αἱματώψ
- αἱματεκχυσία
- αἱματηρός
- αἱματηφόρος
- αἱματολοιχός
- αἱματοπώτης
- αἱματορρόφος
- αἱματοσταγής
- αἱματοσφαγής
- αἱματωπός
- αἱματῖτις
- αἱμοβαφής
- αἱμορραγέω
- αἱμορραγής
- αἱμορραγία
- αἱμορραγώδης
- αἱμορραγικός
- αἱμορροέω
- αἱμορροώδης
- αἱμορροϊκός
- αἱμοφόρυκτος
- αἱμοχροώδης
- αἱμυλία
- αἱμωδέω
- αἱμωδία
- αἱμωδιάω
- αἱμωπός
- αἴ
- αἴγιλος
- αἴγλη
- αἴδεσις
- αἴδομαι
- αἴθαλος
- αἴθε
- αἴθρα
- αἴθριον
- αἴθριος
- αἴθυια
- αἴθω
- αἴκεια
- αἴκισμα
- αἴλινος
- αἴλουρος
- αἴνεσις
- αἴνη
- αἴνημι
- αἴνιγμα
- αἴνυμαι
- αἴξ
- αἵμων
- αἶθος
- αἶθρος
- αἶνος
- αἷμα