3,274,216
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κουφίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>· ([[κοῦφος]])·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., είμαι [[ελαφρός]], σε Ησίοδ., Ευρ.· λέγεται για τον πόνο, ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ., [[καθιστώ]] [[κάτι]] ελαφρύ· απ' όπου, [[σηκώνω]], [[ανυψώνω]], στον ίδ.· [[ἅλμα]] κουφιεῖν, κάνω ελαφρύ (ανάλαφρο) πηδηματάκι, στον ίδ.· κ. [[πήδημα]], σε Ευρ. — Παθ., [[ανέρχομαι]], υψώνομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. <i>ὄχλου κ. χθόνα</i>, [[ελαφρύνω]], [[απαλλάσσω]] τη γη από μεγάλο [[πλήθος]], σε Ευρ.· απόλ., [[ελαφρύνω]] τα πλοία από το φορτίο τους, σε Θουκ.· [[ανακουφίζω]] ανθρώπους από στεναχώριες, σε Ξεν. — Παθ., ανακουφίζομαι, <i>νόσου</i>, από [[ασθένεια]], σε Ευρ.· <i>κουφισθήσομαι ψυχήν</i>, στον ίδ.· μεταφ., [[νιώθω]] τα βάρη μου να ελαφρύνονται, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[ελαφρύνω]], καταπραΰνω, <i>συμφοράς</i>, σε Δημ.· <i>ἔρωτα</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''κουφίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>· ([[κοῦφος]])·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., είμαι [[ελαφρός]], σε Ησίοδ., Ευρ.· λέγεται για τον πόνο, ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ., [[καθιστώ]] [[κάτι]] ελαφρύ· απ' όπου, [[σηκώνω]], [[ανυψώνω]], στον ίδ.· [[ἅλμα]] κουφιεῖν, κάνω ελαφρύ (ανάλαφρο) πηδηματάκι, στον ίδ.· κ. [[πήδημα]], σε Ευρ. — Παθ., [[ανέρχομαι]], υψώνομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. <i>ὄχλου κ. χθόνα</i>, [[ελαφρύνω]], [[απαλλάσσω]] τη γη από μεγάλο [[πλήθος]], σε Ευρ.· απόλ., [[ελαφρύνω]] τα πλοία από το φορτίο τους, σε Θουκ.· [[ανακουφίζω]] ανθρώπους από στεναχώριες, σε Ξεν. — Παθ., ανακουφίζομαι, <i>νόσου</i>, από [[ασθένεια]], σε Ευρ.· <i>κουφισθήσομαι ψυχήν</i>, στον ίδ.· μεταφ., [[νιώθω]] τα βάρη μου να ελαφρύνονται, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[ελαφρύνω]], καταπραΰνω, <i>συμφοράς</i>, σε Δημ.· <i>ἔρωτα</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κουφίζω [κοῦφος] fut. act. κουφιῶ, pass. κουφισθήσομαι met acc. licht maken, lichter maken: νεβρὸς οὐράνιον πήδημα κουφίζουσα een hinde die een lichte sprong naar de hemel maakt Eur. El. 861 ( lyr. ); van schepen lossen; van pijn of psych. aandoeningen verlichten, verzachten:; οὐχὶ φίλαμα, τὸ κουφίζει τὸν ἔρωτα geen kus die de liefde verzacht Theocr. 23.9; pass.: λέξασα κουφισθήσομαι ψυχὴν door te spreken zal mijn hart lichter worden Eur. Med. 473; κουφίζονται γὰρ οἱ λυπούμενοι συναλγούντων τῶν φίλων mensen met verdriet worden voelen zich lichter wanneer naasten medelijden tonen Aristot. EN 1171a29. optillen, opheffen:. εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί of je samen met deze hand het dode lichaam wilt optillen Soph. Ant. 43. verlichting geven van, verlossen van, met acc. en gen.: ὡς ὄχλου βροτῶν... κουφίσειε μητέρα χθόνα zodat hij moeder aarde van een massa stervelingen verloste Eur. Hel. 40. intrans. licht zijn, lichter zijn: overdr.: zich beter voelen:. κουφίζειν δοκῶ ik voel, geloof ik, verlichting Soph. Ph. 735. | |||
}} | }} |