Anonymous

κουφίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κουφός]]<br />[[είμαι]] λίγο [[κουφός]], [[βαριακούω]].———————— <b>(II)</b><br />[[κουφίζω]] (AM) [[[κουφός]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]], [[ανυψώνω]], [[εγείρω]] (α. «ἀσπίδ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ [[φύσις]], ᾧ [[ψυχή]] κουφίζεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] [[ανακούφιση]], [[ξελαφρώνω]], [[ελαφρύνω]], καταπραΰνω («τὸ [[πάθος]] ἐκούφισε τοῡ βασιλέως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κουφίζομαι</i><br />(για [[φωνήεν]] ή δίφθογγο) εκθλίβομαι («βραχέα φωνήεντα ἐκθλίβονται [[ἤτοι]] κουφίζονται», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με αφορισμό) [[συγχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ελαφρός]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρότερο, [[ελαφρύνω]] («τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κουφίζει τὰ σώματα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ελαφρύνω]], [[απαλλάσσω]] από [[βάρος]] (α. «ὄχλου πλήθους τε κουφίσειε [[μητέρα]] χθόνα», <b>Ευρ.</b><br />β. «κουφισθεισῶν τῶν νεῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με νόσο) [[αισθάνομαι]] [[ανακούφιση]]<br /><b>5.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον από οικονομικό [[βάρος]] («χρήματα συνήγαγον ἐκ τῶν λαφύρων βουλόμενοι κουφίσαι τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με νόσο) [[μετριάζω]] την [[ταλαιπωρία]] («ἱδρῶτες πολλοί... κουφίζοντες [[οὐδέν]]», Ιπποκρ.)<br /><b>7.</b> (σχετικά με χρέη) [[εξαλείφω]], [[διαγράφω]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἅλμα]] κουφιῶ» — [[αναπηδώ]] [[ελαφρά]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[ὑπὲρ]] πυρᾱς δύστηνον [[αἰώρημα]] [[κουφίζω]]» — [[προσπαθώ]] να [[κάνω]] ελαφρότερο το ολέθριο τίναγμά μου [[πάνω]] από τη [[φωτιά]] (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κουφός]]<br />[[είμαι]] λίγο [[κουφός]], [[βαριακούω]].———————— <b>(II)</b><br />[[κουφίζω]] (AM) [[[κουφός]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]], [[ανυψώνω]], [[εγείρω]] (α. «ἀσπίδ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ [[φύσις]], ᾧ [[ψυχή]] κουφίζεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] [[ανακούφιση]], [[ξελαφρώνω]], [[ελαφρύνω]], καταπραΰνω («τὸ [[πάθος]] ἐκούφισε τοῡ βασιλέως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κουφίζομαι</i><br />(για [[φωνήεν]] ή δίφθογγο) εκθλίβομαι («βραχέα φωνήεντα ἐκθλίβονται [[ἤτοι]] κουφίζονται», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με αφορισμό) [[συγχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ελαφρός]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρότερο, [[ελαφρύνω]] («τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κουφίζει τὰ σώματα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ελαφρύνω]], [[απαλλάσσω]] από [[βάρος]] (α. «ὄχλου πλήθους τε κουφίσειε [[μητέρα]] χθόνα», <b>Ευρ.</b><br />β. «κουφισθεισῶν τῶν νεῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με νόσο) [[αισθάνομαι]] [[ανακούφιση]]<br /><b>5.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον από οικονομικό [[βάρος]] («χρήματα συνήγαγον ἐκ τῶν λαφύρων βουλόμενοι κουφίσαι τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με νόσο) [[μετριάζω]] την [[ταλαιπωρία]] («ἱδρῶτες πολλοί... κουφίζοντες [[οὐδέν]]», Ιπποκρ.)<br /><b>7.</b> (σχετικά με χρέη) [[εξαλείφω]], [[διαγράφω]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἅλμα]] κουφιῶ» — [[αναπηδώ]] [[ελαφρά]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[ὑπὲρ]] πυρᾱς δύστηνον [[αἰώρημα]] [[κουφίζω]]» — [[προσπαθώ]] να [[κάνω]] ελαφρότερο το ολέθριο τίναγμά μου [[πάνω]] από τη [[φωτιά]] (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κουφίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>· ([[κοῦφος]])·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., είμαι [[ελαφρός]], σε Ησίοδ., Ευρ.· λέγεται για τον πόνο, ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ., [[καθιστώ]] [[κάτι]] ελαφρύ· απ' όπου, [[σηκώνω]], [[ανυψώνω]], στον ίδ.· [[ἅλμα]] κουφιεῖν, κάνω ελαφρύ (ανάλαφρο) πηδηματάκι, στον ίδ.· κ. [[πήδημα]], σε Ευρ. — Παθ., [[ανέρχομαι]], υψώνομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. <i>ὄχλου κ. χθόνα</i>, [[ελαφρύνω]], [[απαλλάσσω]] τη γη από μεγάλο [[πλήθος]], σε Ευρ.· απόλ., [[ελαφρύνω]] τα πλοία από το φορτίο τους, σε Θουκ.· [[ανακουφίζω]] ανθρώπους από στεναχώριες, σε Ξεν. — Παθ., ανακουφίζομαι, <i>νόσου</i>, από [[ασθένεια]], σε Ευρ.· <i>κουφισθήσομαι ψυχήν</i>, στον ίδ.· μεταφ., [[νιώθω]] τα βάρη μου να ελαφρύνονται, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[ελαφρύνω]], καταπραΰνω, <i>συμφοράς</i>, σε Δημ.· <i>ἔρωτα</i>, σε Θεόκρ.
}}
}}