κιττοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(20)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιττοφόρος]], -ον (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κισσοφόρος]].
|mltxt=[[κιττοφόρος]], -ον (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κισσοφόρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κιττοφόρος -ον, ook κισσοφόρος [κιττός, φέρω] met klimop getooid.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Greek Monolingual

κιττοφόρος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κισσοφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιττοφόρος -ον, ook κισσοφόρος [κιττός, φέρω] met klimop getooid.