γελωτοποιέω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γελωτοποιέω:''' [[προξενώ]], [[επισύρω]] [[γέλιο]], [[ιδίως]] μέσω γελοιοτήτων, βωμολοχιών, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''γελωτοποιέω:''' [[προξενώ]], [[επισύρω]] [[γέλιο]], [[ιδίως]] μέσω γελοιοτήτων, βωμολοχιών, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''γελωτοποιέω:''' возбуждать смех, смешить, острить Xen., Plat., Plut.
}}
}}