γελωτοποιέω
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
to create, make laughter, esp.by buffoonery, X.Smp. 3.11, Pl.R. 606c, Hyp.Phil.2.
Spanish (DGE)
hacer reir con chistes o payasadas ἐπὶ τῷ γελωτοποιεῖν μέγα φρονεῖς X.Smp.3.11, cf. Mem.3.9.9, Pl.R.606c, Theopomp.Hist.283b, γελωτοποιεῖ τὸ πρᾶγμα el asunto hace reir Ar.V.argumen.1.19, cf. Nu.argumen.1.17, Hyp.Phil.2 (p.63), Plu.2.803c, κωμῳδῶν καὶ γελωτοποιῶν Luc.Bis Acc.33, cf. Prom.Es.6, Poll.9.148, Artem.1.76.
German (Pape)
[Seite 480] Gelächter erregen, Spaß machen, Plat. Conv. 189 a; Xen. Conv. 3, 11 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
γελωτοποιῶ :
seul. prés.
provoquer le rire, faire rire.
Étymologie: γελωτοποιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γελωτοποιέω γελωτοποιός grappen maken, mensen aan het lachen maken.
Russian (Dvoretsky)
γελωτοποιέω: возбуждать смех, смешить, острить Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γελωτοποιέω: κάμνω, προξενῶ, κινῶ γέλωτα, ἰδίως ὡς γελωτοποιός, Πλάτ. Πολ. 606C, Συμπ. 3, 11.– Ρηματ. ἐπίθ. γελωτοποιητέον, Κλήμ. Ἀλ. 196.
Greek Monotonic
γελωτοποιέω: προξενώ, επισύρω γέλιο, ιδίως μέσω γελοιοτήτων, βωμολοχιών, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
to create, make laughter, esp. by buffoonery, Plat., Xen.