3,274,216
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κόχλος:''' -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί [[κάτι]] μωβ, Λατ. [[murex]], σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως [[σάλπιγγα]], όπως το Λατ. [[concha]], σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ. | |lsmtext='''κόχλος:''' -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί [[κάτι]] μωβ, Λατ. [[murex]], σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως [[σάλπιγγα]], όπως το Λατ. [[concha]], σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόχλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> улитка со спиральной раковиной Arst.;<br /><b class="num">2)</b> витая раковина: κόχλον φυσᾶν Eur. и μυκᾶσθαι Theocr. трубить в раковину (пустые витые раковины больших морских моллюсков употреблялись в качестве сигнальных рогов). | |||
}} | }} |