Anonymous

κόχλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόχλος:''' -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί [[κάτι]] μωβ, Λατ. [[murex]], σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως [[σάλπιγγα]], όπως το Λατ. [[concha]], σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ.
|lsmtext='''κόχλος:''' -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί [[κάτι]] μωβ, Λατ. [[murex]], σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως [[σάλπιγγα]], όπως το Λατ. [[concha]], σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόχλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> улитка со спиральной раковиной Arst.;<br /><b class="num">2)</b> витая раковина: κόχλον φυσᾶν Eur. и μυκᾶσθαι Theocr. трубить в раковину (пустые витые раковины больших морских моллюсков употреблялись в качестве сигнальных рогов).
}}
}}