3,274,522
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀμμᾰτοστερής:''' -ές ([[στερέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, <i>φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν</i>, [[θερμότητα]] που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα [[άνθη]] τους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀμμᾰτοστερής:''' -ές ([[στερέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, <i>φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν</i>, [[θερμότητα]] που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα [[άνθη]] τους, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμμᾰτοστερής:''' <b class="num">1)</b> лишенный глаз, слепой ([[πρέσβυς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> сжигающий почки (φλογμὸς ὀ. φυτῶν Aesch.). | |||
}} | }} |