Anonymous

ὀμματοστερής: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀμματοστερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει οφθαλμούς<br /><b>2.</b> αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο [[καύσωνας]] στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρομαι]] «στερούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιο</i>-<i>στερής</i>, <i>πατρο</i>-<i>στερής</i>].
|mltxt=[[ὀμματοστερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει οφθαλμούς<br /><b>2.</b> αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο [[καύσωνας]] στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρομαι]] «στερούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιο</i>-<i>στερής</i>, <i>πατρο</i>-<i>στερής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀμμᾰτοστερής:''' -ές ([[στερέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, <i>φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν</i>, [[θερμότητα]] που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα [[άνθη]] τους, σε Αισχύλ.
}}
}}