πορθέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ισοδύν. [[τύπος]] του [[πέρθω]],<br /><b class="num">1.</b> [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]], [[αφανίζω]], [[λεηλατώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> σε ενεστ. και παρατ., [[προσπαθώ]] να καταστρέψω, [[πολιορκώ]] μια πόλη, σε Ηρόδ.· [[καταστρέφω]], [[λεηλατώ]], [[ερειπώνω]], σε Αισχύλ. — Παθ., καταστρέφομαι, ερειπώνομαι, σε Ευρ.
|lsmtext='''πορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ισοδύν. [[τύπος]] του [[πέρθω]],<br /><b class="num">1.</b> [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]], [[αφανίζω]], [[λεηλατώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> σε ενεστ. και παρατ., [[προσπαθώ]] να καταστρέψω, [[πολιορκώ]] μια πόλη, σε Ηρόδ.· [[καταστρέφω]], [[λεηλατώ]], [[ερειπώνω]], σε Αισχύλ. — Παθ., καταστρέφομαι, ερειπώνομαι, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πορθέω:''' <b class="num">1)</b> разрушать, разорять (πόλιας καὶ τείχεα Hom.; πόλιν καὶ θεούς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> опустошать (τοὺς χώρους Her.; τὰ πεδία Soph.; τὴν ἤπειρον Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> уничтожать, истреблять (θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> осаждать, брать приступом (sc. τὰς πόλιας Her.);<br /><b class="num">5)</b> осквернять, насиловать (κόραι βίᾳ πορθούμεναι Eur.).
}}
}}