3,274,919
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψᾰφᾰρός:''' -ά, -όν, Ιων. [[ψαφερός]], -ή, -όν, ([[ψάω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μετατρέπεται εύκολα σε [[σκόνη]], [[εύθρυπτος]], θρυμματισμένος, σε Αισχύλ., Ανθ.· <i>ἡ ψαφαρή</i>, [[αμμώδης]] [[παραλία]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για υγρά, [[αραιός]], [[υδατώδης]], στο ίδ. | |lsmtext='''ψᾰφᾰρός:''' -ά, -όν, Ιων. [[ψαφερός]], -ή, -όν, ([[ψάω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μετατρέπεται εύκολα σε [[σκόνη]], [[εύθρυπτος]], θρυμματισμένος, σε Αισχύλ., Ανθ.· <i>ἡ ψαφαρή</i>, [[αμμώδης]] [[παραλία]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για υγρά, [[αραιός]], [[υδατώδης]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψαφαρός -ά -όν [~ ψῆφος] kruimelig, rul:; ψαφαρὰ σποδός korrelig stof Aeschl. Sept. 323; subst. ἡ ψαφαρή zand. anat., van lichaamsweefsels zacht. | |||
}} | }} |