ὀρθόπους: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ίσα πόδια.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λόφο, [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὀρθόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ίσα πόδια.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λόφο, [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθόπους:''' 2, gen. ποδος крутой ([[πάγος]] Soph.).
}}
}}