Anonymous

ὀρθόπους: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά<br /><b>2.</b> [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], [[απότομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])].
|mltxt=[[ὀρθόπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά<br /><b>2.</b> [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], [[απότομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ίσα πόδια.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λόφο, [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], σε Σοφ.
}}
}}