συμμεταβάλλω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμεταβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αλλάζω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλα πράγματα, [[μετατοπίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Ανθ., Πλούτ. — Παθ., [[μεταστρέφω]] τη [[γνώμη]] μου και τάσσομαι με τη [[γνώμη]] κάποιου άλλου, <i>τινί</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[αλλάζω]], μεταβάλλομαι μαζί ή από κοινού, σε Αριστ.
|lsmtext='''συμμεταβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αλλάζω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλα πράγματα, [[μετατοπίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Ανθ., Πλούτ. — Παθ., [[μεταστρέφω]] τη [[γνώμη]] μου και τάσσομαι με τη [[γνώμη]] κάποιου άλλου, <i>τινί</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[αλλάζω]], μεταβάλλομαι μαζί ή από κοινού, σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μεταβάλλω act. tegelijk veranderen, meeveranderen; intrans.; met acc. en dat. iets met iets:. ὥστε ταῖς ὥραις μὴ συμμεταβάλλειν τὰς διαίτας zodat ik mijn levenswijze niet verander met de seizoenen Plut. Luc. 39.5. med. tegelijk (met...) overlopen, met dat. met iem.
}}
}}