συνεκκομίζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεκκομίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] έξω, [[κουβαλώ]] μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στην [[επίτευξη]], το [[κατόρθωμα]] κάποιου πράγματος, [[συμβάλλω]], [[συντελώ]], σε Ευρ.· [[συνεκκομίζω]] τινὶ [[κακά]], [[βοηθώ]] κάποιον να διαπράξει κακουργήματα, στον ίδ.
|lsmtext='''συνεκκομίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] έξω, [[κουβαλώ]] μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στην [[επίτευξη]], το [[κατόρθωμα]] κάποιου πράγματος, [[συμβάλλω]], [[συντελώ]], σε Ευρ.· [[συνεκκομίζω]] τινὶ [[κακά]], [[βοηθώ]] κάποιον να διαπράξει κακουργήματα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκκομίζω:''' <b class="num">1)</b> вместе выносить (покойника), вместе хоронить (τινά Isocr., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> помогать переносить, вместе терпеть (πόνους τινί Eur.);<br /><b class="num">3)</b> помогать осуществить: σ. τινί τι Eur. содействовать кому-л. в чем-л.
}}
}}