τετεύχαται: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετεύχᾰται:''' -το, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του [[τεύχω]].
|lsmtext='''τετεύχᾰται:''' -το, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του [[τεύχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετεύχαται:''' эп. 3 л. pl. pf. pass. к [[τεύχω]].
}}
}}

Revision as of 13:44, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

τετεύχᾰται: τετεύχετον, ἴδε τεύχω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. épq. et ion. de τεύχω.

Greek Monotonic

τετεύχᾰται: -το, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του τεύχω.

Russian (Dvoretsky)

τετεύχαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к τεύχω.