3,277,172
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναγκαστός:''' -ή, -όν ([[ἀναγκάζω]]), [[εξαναγκαστικός]], επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. στρατεύειν</i>, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική [[θητεία]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀναγκαστός:''' -ή, -όν ([[ἀναγκάζω]]), [[εξαναγκαστικός]], επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. στρατεύειν</i>, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική [[θητεία]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναγκαστός:''' вынужденный, принужденный Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных. | |||
}} | }} |