Anonymous

ἀναγκαστός: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[ἀναγκαστός]], -ή, -όν) [[ἀναγκάζω]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] βιαστικά, ο [[βιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[ἀναγκαστός]], -ή, -όν) [[ἀναγκάζω]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] βιαστικά, ο [[βιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγκαστός:''' -ή, -όν ([[ἀναγκάζω]]), [[εξαναγκαστικός]], επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. στρατεύειν</i>, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική [[θητεία]], σε Θουκ.
}}
}}