τηκτικός: Difference between revisions

4b
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τηκτικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[τηκτός]]<br />αυτός που προκαλεί [[τήξη]], που έχει την [[ιδιότητα]] να λειώνει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για την [[ελάττωση]] του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», <b>Διοσκ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[τηκτικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[τηκτός]]<br />αυτός που προκαλεί [[τήξη]], που έχει την [[ιδιότητα]] να λειώνει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για την [[ελάττωση]] του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», <b>Διοσκ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''τηκτικός:''' расплавляющий, растопляющий Arst., Diod.
}}
}}