τηκτικός
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
τηκτική, τηκτικόν, (τήκω)
A able to dissolve, τινος Arist.PA 648b17 (Comp.), cf. Pr.907b8; τ. δύναμις S.E.M.8.198.
2 suit able for reducing, σπληνός Dsc.4.183.
German (Pape)
[Seite 1105] schmelzend, auflösend, τηκτικώτερον τοῦ τηκτοῦ, Arist. part. an. 2, 2.
Russian (Dvoretsky)
τηκτικός: расплавляющий, растопляющий Arst., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
τηκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διαλύσῃ, τήξῃ, τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· τ. δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 198, 199.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τηκτικός, -ή, -όν ΝΜΑ τηκτός
αυτός που προκαλεί τήξη, που έχει την ιδιότητα να λειώνει
αρχ.
ο κατάλληλος για την ελάττωση του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», Διοσκ.).