συμπαρέχω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρέχω:''' μέλ. -[[παρέξω]], [[βοηθώ]] στο να προκληθεί [[κάτι]], [[προξενώ]] από κοινού, <i>φόβοντινί</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] από κοινού, <i>ἀσφάλειάν τινι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''συμπαρέχω:''' μέλ. -[[παρέξω]], [[βοηθώ]] στο να προκληθεί [[κάτι]], [[προξενώ]] από κοινού, <i>φόβοντινί</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] από κοινού, <i>ἀσφάλειάν τινι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρέχω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> вместе доставлять, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно причинять, внушать (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.).
}}
}}