Anonymous

συμπαρέχω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[επίσης]] («[[ὥστε]] καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] συγχρόνως ή από κοινού.
|mltxt=Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[επίσης]] («[[ὥστε]] καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] συγχρόνως ή από κοινού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρέχω:''' μέλ. -[[παρέξω]], [[βοηθώ]] στο να προκληθεί [[κάτι]], [[προξενώ]] από κοινού, <i>φόβοντινί</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] από κοινού, <i>ἀσφάλειάν τινι</i>, στον ίδ.
}}
}}