καταζάω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταζάω:''' μέλ. <i>-ζήσω</i>, ζω, περνώ την [[ζωή]] μου, σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''καταζάω:''' μέλ. <i>-ζήσω</i>, ζω, περνώ την [[ζωή]] μου, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταζάω:''' проводить (свою) жизнь, жить (ἐν ἡσυχίᾳ [[μετὰ]] φιλοσοφίας Plut.): κ. σεμνὸν βίον Eur. вести безупречную жизнь.
}}
}}