καταζάω
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
v. καταζῶ.
German (Pape)
[Seite 1348] (s. ζάω), sein Leben zubringen, verleben; ἐν δ' ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ' ἀεὶ σεμνὸν βίον Eur. Ion 36; Plat. Conv. 192 b; Arist. Eth. 1, 10; Sp., ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut. Cic. 4.
French (Bailly abrégé)
καταζῶ :
pour l'ao. et le pf., v. καταβιόω;
passer sa vie.
Étymologie: κατά, ζάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ζάω zijn leven doorbrengen:. ἐξαρκεῖ αὐτοῖς μετ’ ἀλλήλων καταζῆν ἀγάμοις het is hun genoeg hun leven met elkaar door te brengen zonder getrouwd te zijn Plat. Smp. 192b; κ. ἐν ἡσυχίᾳ in rust zijn leven doorbrengen Plut. Cic. 4.3.
Russian (Dvoretsky)
καταζάω: проводить (свою) жизнь, жить (ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut.): κ. σεμνὸν βίον Eur. вести безупречную жизнь.
Greek Monotonic
καταζάω: μέλ. -ζήσω, ζω, περνώ την ζωή μου, σε Ευρ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταζάω: ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, ἐν ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ’ ἀεὶ σεμνὸν βίον Εὐρ. Ἴων 56· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 10, Πλούτ. 2. 194Α, κτλ.
Middle Liddell
fut. -ζήσω
to live on, Eur., Plat.