ἀδόκητος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδόκητος:''' -ον ([[δοκέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απροσδόκητος]], σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τὸ ἀδόκητον</i>, το απροσδόκητο, η [[έκπληξη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.· ομοίως και <i>ἀδόκητα</i> ως επίρρ., σε Ευρ.· <i>ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀδόκητος:''' -ον ([[δοκέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απροσδόκητος]], σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τὸ ἀδόκητον</i>, το απροσδόκητο, η [[έκπληξη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.· ομοίως και <i>ἀδόκητα</i> ως επίρρ., σε Ευρ.· <i>ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδόκητος:''' <b class="num">1)</b> неожиданный, непредвиденный ([[χάρις]] Soph., Eur.; [[ξυμφορά]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> не ожидающий, не ожидавший Pind.
}}
}}