ἀδόκητος
English (LSJ)
ἀδόκητον,
A unexpected, Hes. (v. infr.); τὰν ἀ. χάριν S.OC249 (lyr.); τὰ δοκηθέντ' οὐκ ἐτελέσθη, τῶν δ' ἀ. πόρον ηὗρε θεός E.Med.1418 (also in Alc., Ba., Andr., Hel., ad fin.); ξυμφορὰ ἀ. Th.7.29, etc.; τὸ ἀ. surprise, Id.4.36,al.
II ἀδόκητον καὶ δοκέοντα either inglorious and glorious, or unexpecting and expectant, Pi.N.7.31, cf. Trag.Adesp. 482 (lyr.):—unexpecting, Memn.28.2, cf. Nonn. D. 31.209.
III Adv. ἀδοκήτως Th.4.17, Phld.Ir.p.49 W.; ἀδόκητα, as adverb, Hes.Fr.79, E.Ph.311; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου Th.6.47; ἐκ τοῦ ἀ. D.H.3.64.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inesperado χάρις S.OC 249, ξυμφορά Th.7.29, πολιορκία D.C.40.8.1, cf. 12.2
•subst. τὸ ἀ. sorpresa Th.4.36, tb. plu. τί τῶν ἀδοκήτων; E.IT 896
•neutro plu. como adv. κρύψαι ἀδόκητα μάχαιραν Hes.Fr.209.2, cf. E.Ph.311, tb. sg. Musae.88
•giros prep. c. valor de adv. ἐξ ἀδοκήτου Hp.Morb.Sacr.17.2, ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου Th.6.47, ἐκ τοῦ ἀδοκήτου D.H.3.64.
2 de pers. desapercibido, desprevenido κῦμ' Ἀίδα, πέσε δ' ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα Pi.N.7.31, cf. Trag.Adesp.482, Memn.1.20, Nonn.D.31.209.
3 que no se puede esperar, imposible ἀδόκητον ἔχω σε πρὸς στέρνοις te tengo contra mi pecho cuando no te esperaba E.Hel.657
•subst. plu. δοκεῖν δὲ τἀδόκητ' οὐ χρή no se debe esperar lo imposible E.HF 92, τῶν δ' ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός E.Med.1418.
II adv. -ως inesperadamente, de improviso ἀ. εὐτυχῆσαι Th.4.17, Phld.Ir.22.14, Ael.NA 5.54, VH 13.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
imprévu, inattendu ; τῷ ἀδοκήτῳ ἐκπλήττειν THC épouvanter par la surprise (d'une attaque) ; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, ἐκ τοῦ ἀδοκήτου à l'improviste.
Étymologie: ἀ, δοκέω penser.
German (Pape)
unerwartet, Hes. frg. 31; Thuc. 4.36; Soph. O.C. 245; χάρις oft bei Eur., bes. im Gegensatz von τὰ δοκηθέντα, Bacch. 1389;
ἀδόκητα, adv., unerwartet, Phoen. 317. – Aktivisch, nicht vermutend, Pind. N. 7.34, im Gegensatz von δοκέων, wo Dissen es unberühmt erkl.
• Adv. ἀδοκήτως, Thuc. 4.17, = ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, 6.47.
Russian (Dvoretsky)
ἀδόκητος:
1 неожиданный, непредвиденный (χάρις Soph., Eur.; ξυμφορά Thuc.);
2 не ожидающий, не ожидавший Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδόκητος: -ον, = ἀπροσδόκητος. Ἡσ. (ἴδε κατωτέρ.) τὰν ἀδ. χάριν, Σοφ. Ο. Κ. 249 ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. ἐν τῷ ἐπιλόγῳ τῶν ἠθικῶν σκέψεων τοῦ χοροῦ· τὰ δοκηθέντ’ οὐκ ἐτελέσθη, τῶν δ’ ἀδοκήτων πόρον εὗρε θεός, Μήδ. 1417, Ἄλκ. 1161, Βάκχ. 1300, Ἀνδρ. 1286, Ἑλ. 1690· ξυμφορὰ ἀδ., Θουκ. 7. 29. κτλ.· τὸ ἀδ., = τὸ ἀπροσδόκητον, ἡ ἔκπληξις, ὁ αὐτ. 4, 36, καὶ ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐν Πινδ. Ν. 7. 45, ἀδόκητον καὶ δοκέοντα, δυνατὸν νὰ σημαίνῃ ἢ: τὸν ἄδοξον καὶ ἔνδοξον ἢ: τὸν μὴ προσδοκῶντα καὶ τὸν προσδοκῶντα. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, Θουκ. 4, 17, καὶ ὡσαύτως ἀδόκητα, ὡς ἐπίρρ., Ἡσ. Ἀποσπ. 31. Εὐρ. Φοίν. 318 οὕτως: ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, Θουκ. 6. 47. ― ἐκ τοῦ ἀδ. Διον. Ἁλ. 3. 64.
English (Slater)
ᾰδόκητος not expecting? unexpected? πέσε δ (κῦμ' Ἀίδα) ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (v. Gerber, A. J. P., 1963, 182.; ἄδοξον Σ. paraphr.) (N. 7.31)
Greek Monotonic
ἀδόκητος: -ον (δοκέω),
I. απροσδόκητος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· τὸ ἀδόκητον, το απροσδόκητο, η έκπληξη, σε Θουκ.
II. επίρρ. -τως, στον ίδ.· ομοίως και ἀδόκητα ως επίρρ., σε Ευρ.· ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, σε Θουκ.
Middle Liddell
δοκέω
I. unexpected, Hes., Soph., etc.; τὸ ἀδ. the unexpectedness, Thuc.
II. adv. -τως, Thuc.; so ἀδόκητα as adv., Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου Thuc.
Lexicon Thucydideum
inopinatus, unexpected, 7.29.5, 7.43.6,
inopinata aggressio, unexpected attack, 4.36.2, 5.10.7, 6.34.6, 6.34.8, [H. S. ἐκ] de improviso, suddenly, 6.47.1.