3,274,752
edits
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄγριος:''' -α, -ον και -ος, -ον·συγκρ. <i>ἀγριώτερος</i>· υπερθ. <i>ἀγριώτατος</i> ([[ἀγρός]])· αυτός που ζει στους αγρούς, Λατ. [[agrestis]]:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για τα ζώα, [[άγριος]], [[ανήμερος]]· αἲξ [[σῦς]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵπποι</i>, <i>ὄνοι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ.· λέγεται για αγρότη, χωρικό, αντίθ. προς το [[πολίτης]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για δέντρο, [[άγριος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μητρὸς ἀγρίας [[ἄπο]], φτιαγμένο από άγριο [[κλίμα]], [[αμπέλι]], σε Αισχύλ.· ἄγριον [[ἔλαιον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης χρησιμοποιείται για χώρες, [[βάρβαρος]], [[απολίτιστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα και ζώα, που έχουν ιδιότητες που ανήκουν σε άγρια [[κατάσταση]]·<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[άγριος]], [[βάναυσος]], [[σκληρός]], Λατ. [[ferus]], [[ferox]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[βίαιος]], [[τραχύς]], [[ωμός]], [[σκληρός]], [[αγενής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀγριώτατα ἤθεα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐς τὸ ἀγριώτερον</i>, σε πιο σκληρά [[μέτρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται [[ακόμη]] για πράγματα και καταστάσεις ή περιστάσεις, [[τραχύς]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>νὺξ ἀγριωτέρη</i>, περισσότερο άγρια, [[θυελλώδης]], σε Ηρόδ.· ἀγρία [[νόσος]], [[καρκινώδης]] [[αρρώστια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀγρίως]], με άγριο, μανιώδη τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἄγρια</i>, ως ουδ. πληθ., σε Ησίοδ., Μόσχ. | |lsmtext='''ἄγριος:''' -α, -ον και -ος, -ον·συγκρ. <i>ἀγριώτερος</i>· υπερθ. <i>ἀγριώτατος</i> ([[ἀγρός]])· αυτός που ζει στους αγρούς, Λατ. [[agrestis]]:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για τα ζώα, [[άγριος]], [[ανήμερος]]· αἲξ [[σῦς]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵπποι</i>, <i>ὄνοι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ.· λέγεται για αγρότη, χωρικό, αντίθ. προς το [[πολίτης]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για δέντρο, [[άγριος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μητρὸς ἀγρίας [[ἄπο]], φτιαγμένο από άγριο [[κλίμα]], [[αμπέλι]], σε Αισχύλ.· ἄγριον [[ἔλαιον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης χρησιμοποιείται για χώρες, [[βάρβαρος]], [[απολίτιστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα και ζώα, που έχουν ιδιότητες που ανήκουν σε άγρια [[κατάσταση]]·<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[άγριος]], [[βάναυσος]], [[σκληρός]], Λατ. [[ferus]], [[ferox]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[βίαιος]], [[τραχύς]], [[ωμός]], [[σκληρός]], [[αγενής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀγριώτατα ἤθεα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐς τὸ ἀγριώτερον</i>, σε πιο σκληρά [[μέτρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται [[ακόμη]] για πράγματα και καταστάσεις ή περιστάσεις, [[τραχύς]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>νὺξ ἀγριωτέρη</i>, περισσότερο άγρια, [[θυελλώδης]], σε Ηρόδ.· ἀγρία [[νόσος]], [[καρκινώδης]] [[αρρώστια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀγρίως]], με άγριο, μανιώδη τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἄγρια</i>, ως ουδ. πληθ., σε Ησίοδ., Μόσχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄγριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> дикий (αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; [[ἔλαιον]] Soph.; [[τόπος]] Plat.): μητρὸς ἀγρίας [[ἄπο]] [[ποτός]] Aesch. вино из дикого винограда;<br /><b class="num">2)</b> жестокий, свирепый, лютый, злой ([[ἀνήρ]], [[πτόλεμος]] Hom.; δρακαίνης [[φύσις]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> неукротимый, необузданный, грубый ([[θυμός]] Hom.; ἤθεα Her.; [[ὀργή]] Soph.; ἔρωτες Plat.);<br /><b class="num">4)</b> мучительный, тяжелый ([[νόσος]] Soph.; τραύματα Eur.);<br /><b class="num">5)</b> бурный, ужасный ([[νύξ]] Her.; [[χεῖμα]] Eur.). | |||
}} | }} |