ἄγριος
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
α, ον, Od.9.119; also ος, ον (not in Trag. or com). Il.19.88, Phoc.3.6, Pl.Lg.824a, Theoc.22.36: Comp.
A ἀγριώτερος Th.6.60: Sup. ἀγριώτατος Pl.R.564a (ἀγρός): living in the fields, wild, savage.
I of animals, opp. τιθασός ἥμερος, wild, βάλλειν ἄγρια πάντα Il.5.52; αἶξ, σῦς, 3.24, 9.539; even of flies, ἄγρια φῦλα, μυίας 19.30; ἵπποι, ὄνοι, etc., Hdt.7.86, etc.; ἄγριον τέρας, of a bull, E.Hipp.1214; ἄγρια θηρία X.An. 1.2.7; of men, living in a wild state, Hdt.4.191.
2 of trees, opp. ἥμερος, wild, Pi.Fr.46, Hdt.4.21, etc.; μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτόν = of the wild vine, A.Pers.614, cf. Arist.Pr.896a8; ἄγριον ἔλαιον S.Tr.1197; ὕλη Id.OT476, etc.; μέλι Ev.Matt.3.4.
3 of countries, wild, uncultivated, Pl.Phd.113b, Lg.905b.
II mostly of men, beasts, etc.:
1 in moral sense, savage, fierce, Il.8.96, Od.1.199, etc., cf. Ar.Nu.567; δεσπότης Pl.R.329c; ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος Id.Grg.510b; ἄγριε παῖ καὶ στυγνέ Theoc.23.19, cf. 2.54; ἄγριος κυβευτής = a passionate gambler, Men.965; especially of παιδερασταί, Ar.Nu.349 (cf. Sch. ad loc.), Aeschin.1.52, Aen. Gaz.Thphr. p.14 B.
2 of temper, wild, fierce, θυμός, χόλος, Il.9.629, 4.23; λέων δ' ὥς, ἄγρια οἶδεν 24.41; ἄγριος πτόλεμος, ἄγριος μῶλος, 17.737,398; ἄγριος ἄτη 19.88; ἄ. ὁδοί = cruel ways or counsels, S.Ant.1274; ὀργή OT344 (Sup.); ἀγριώτατα ἤθεα Hdt.4.106; ἔρωτες Pl.Phd.81a; φιλία Id.Lg.837b, cf. R.572b, etc.; τὸ ἄγριον = savageness, Id.Cra.394e; ἐς τὸ ἀγριώτερον = to harsher measures, Th. l.c.
3 of things, circumstances, etc., cruel, harsh, δεσμά A.Pr. 177; νὺξ ἀγριωτέρη = wild, stormy, Hdt.8.13; δουλεία Pl.R.564a; σύντασις ἄγριος = a violent strain, Id.Phlb.46d; ἄγριον βάρος, of strong, hot wine, Ar.Fr.351.
b ἄγρια νόσος, prob., malignant, S.Ph.173,265; ἄγριον ἕλκος Bion 1.16.
III Adv. ἀγρίως, savagely, cruelly, A.Eu.972, Ar.V.705; ἄγρια δερκομένω, ἄγρια παίσδων, Hes.Sc.236, Mosch.1.11. [ᾱ Hom.; ᾱ in trim., ᾰ in lyr. A. and S.; ᾱ E.; ῑ metri grat., where the ult. is long, Il.22.313 (nisi leg. ἀγρίοο).]
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [-ῑ- Il.22.313]
• Morfología: [-ος, -ον Il.19.88, Phoc.2.6, Pl.Lg.824a, Theoc.22.36]
I 1 que vive en los campos, en estado natural, salvaje gener. de animales Il.3.24, 4.106, Od.14.50, βάλλειν ἄγρια πάντα = cazar toda clase de animales salvajes, Il.5.52, ἀγρίης χοίρου = jabalí Hippon.105.9, θῆραι Anacr.1.2, Pi.P.9.21, θηρία X.An.1.2.7, ζῷα Plb.12.4.1, 4, PSI 222.4 (III d.C.), ὄρνις BGU 1252.4 (II a.C.), ἄγριαι στρουθοί· αἱ στρουθοκάμηλοι Hsch.
• de insectos ἄ. φῦλα, μυίας Il.19.30, μέλιτται ἄ. Iambl.Epit.3
• de cosas propias de estos animales ἀγριᾶν γνάθων Pi.Fr.177d, ἄγριον μέλι = miel silvestre, Eu.Matt.3.4
• de pers. salvaje, en estado salvaje Alcm.5.2.1.10, Hdt.4.191, οἱ Ἄγριοι = Los salvajes tít. de una comedia de Ferécrates, Ath.218d
• de aspecto salvaje ἄ. ... γυίων εἶδος Tim.15.135, σῶμα ἄ. Tim.15.184, cf. Herm.Sim.9.9.5, ἄγριον τῇ ἰδέᾳ Herm.Sim.6.2.5.
2 de bosques no cultivado, natural ὕλης ἀγρίης ἐπιστεφής de la isla de Tasos cubierta de un bosque inculto Archil.106.2, ὕλη S.OT 477, Plb.11.15.7
• de plantas silvestre ἔλαιος = acebuche Pi.Fr.46, S.Tr.1197, δένδρον Hdt.4.21, de una cepa, A.Pers.614, λάχανα Philox.Cyth.7, ἀσπάραγος ἄγριος DP 6.35
• subst. τὰ ἄ. hierbajos fig. ἄ. ψυχῆς Plu.2.38c.
3 de regiones no cultivado τόπος Pl.Lg.908a, Pl.Phd.113b.
4 de dioses que vive en los campos, agreste de Dioniso, Orph.H.30.3, de Apolo, Orph.H.34.5, Θεοὶ Ἄγριοι n. de una tríada de dioses de la caza y de la vida salvaje Alex.Polyh.58, JNL 47 (Licia, imper.) (cf. ἀγρεύς 1 y ἀγρότερος I 2).
II ref. al carácter o al modo de ser
1 de pers. y anim. brutal, feroz, cruel, Il.6.97, 8.96, 21.314, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν ἄγριοι Od.1.199, de Zeus, Ar.Nu.567, δεσπότης Pl.R.329c, τύραννος Plb.4.77.4, ἄ. νῶτα λεόντων Nonn.D.25.191
• abs. ἡ δὲ κυνὸς χαλεπὴ καὶ ἄγριος = la (mujer) hija de la perra es insoportable y brutal Phoc.l.c., ἄγριε παῖ Theoc.23.19
• fig. de seres monstruosos: de Escila Od.12.119, τέρας E.Hipp.1214, del Minotauro, Call.Del.310.
2 de pasiones, sentimientos feroz, violento, incontrolable χόλος Il.4.23, θυμός Il.9.629, Call.Dian.236, ὀργή S.OT 344, ἔρωτες Pl.Phd.81a, φιλία Pl.Lg.837b, θράσος Nonn.D.5.311
• abs. neutr. plu. λέων δ' ὣς ἄγρια οἶδεν de Aquiles como el león tiene sentimientos feroces, Il.24.41, ἄγρια δερκομένω de las Gorgonas, Hes.Sc.236.
3 de los dominados por pasiones violento, furibundo, desatado, sin control Ar.Nu.349, Aeschin.1.52, Aen.Gaz.Thphr.13.18, κυβευτής = jugador empedernido, apasionado Men.Fr.480.
III 1 de cosas, abstractos, situaciones cruel, feroz, duro πτόλεμος Il.17.737, μῶλος Il.17.398, ἄτη Il.19.88, ἤθεα Hdt.4.106, ὁδοί = acciones crueles S.Ant.1274, ἐπεδίδοσαν μᾶλλον ἐς τὸ ἀγριώτερον = tomaron medidas más duras Th.6.60, δεσμοί A.Pr.175, δουλεία Pl.R.564a, σύντασις Pl.Phlb.46d, ἄ. αἶσα IG 22.7447.7 (II d.C.)
• de enfermedades cruel, maligno S.Ph.173, 265, Bio 1.16, ἕλκος IG 42.121.114 (IV a.C.), Nonn.D.29.87.
2 de fenóm. naturales violento, crudo, tempestuoso ὄμβρος Musae.B 22, χειμῶνες Anacr.7.3, νύξ Hdt.8.13, κύματα θαλάσσης Ep.Iud.13, ἄγριον βάρος del vino puro, Ar.Fr.365
• del hambre de Erisictón, Call.Cer.66.
IV adv. ἀγρίως = de manera feroz, brutal, salvajemente A.Eu.973, Ar.V.705, ἀ. καὶ βαρβάρως ἀπολέσῃς LXX 2Ma.15.2, ἐμὲ ... κρεμασθῆναι ἀ. PMasp.5.18 (VI d.C.).
• Diccionario Micénico: a-ki-ri-ja.
• Etimología: Deriv. de ἀγρός q.u.
German (Pape)
[Seite 23] (fem. ἄγριος Iliad. 3, 24 ἄγριον αἶγα u. 19, 88 ἄγριον ἄτην), 1) auf dem Felde lebend, wild, zunächst von Tieren, auch von Pflanzen, im Naturzustand, dem ἥμερος, Culturzustand, entgegengesetzt, wie Plat. Legg. VI, 765 e; φυτῶν καὶ ζώων ἡμέρων καὶ ἀγρίων, wie τιθασσός u. ἄγρ. Polit. 271 e; vgl. Arist. Probl. 20, 12; ἄγρια πάντα, allerlei Wild, Il. 5, 52, σῦς ἄγριος 8, 338, αἴξ 4, 106, ἄγρια φῦλα, μυίας Iliad. 19, 30; δένδρεα ἄγρια καὶ ἥμερα Her. 4, 21, ὕλη 1, 203, wie Archil. frg. 9; ἄμπελος Aesch. Pers. 606; ἔλαιον Soph. Tr. 1187 O. R. 476, ὕλη O. C. 349; μέλι Matth. 3, 4. Die Sp. bildeten bes. bei Pflanzen gern composita, wie sie oben angeführt sind, ἀγριάμπελος für ἄγριος ἄμπελος. Bei Mosch. 5, 13 ist ἄγριος der Landmann. – 2) Da bes. die Raubthiere in diesem Zustand bleiben, so wird mit ἄγριος die Wildheit u. Grausamkeit dieser bezeichnet, so λέων, δράκων, u. γένυς ἀγρία Eur. Phoen. 1389, δρακαίνης φύσις ἀγρία Bacch. 1355. Dah. von Menschen,wild, zornigu. überh. von leidenschaftlichen Gemüthszuständen, Hom. λέων ἃς ἄγρια οἰδεν Il. 24, 41, αἰχμητής Il. 6, 97, u. in der Od. ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, 6, 120. 9, 175. 13, 201. 8, 575, vgl. 9, 215. 494, ἄγριος Κύκλωψ Od. 2, 19. ἄγρια φῦλα Γι γάντων Od. 7, 206, χόλος ἄ. Iliad. 4, 23. 8, 460 Odyss. 8, 304, auch θυμός Il. 9, 629, μένος 22, 313, πόλε μος 17, 737, μῶλος 398; δάμαρ Soph. Ant. 961, Ἅιδης Ai. 1014, νόσος Phil. 173 u. sonst, Eur. Or. 34, τραύματα Phoen. 1663, ἕλκος Bion 1, 16. Daher bei den Aerzten geradezu von bösartigen Geschwüren, unheilbar, ὀδύνη Soph. Tr. 971, λύπη O. R. 1073 (wie πένθη Plut. cons. ad ux. 6), πόνοι 1205, πέδαι 1349 wie δεσμά Aesch. Pr. 175, ἅλς Suppl. 35, χεῖμα Eur. Androm. 749, πῦρ Theocr. 2, 54. Ebenso in Prosa: Plat. verb. es mit θηριώδης, Rep. IX, 571 c; ἀπηνής Legg. XII, 950 d; δύσκολος (ψυχή) I, 649 e; χαλεπὸς καὶ ἄδικος de leg. 318 d; τὸ τῆς διανοίας ἄγρ. καὶ πικρόν Dem. 45, 69. Es geht dann in den Begriff des rohen, bäurischen über, wie Plat. τύραννος ἄγρ. καὶ ἀπαίδευτος verb. Nach Harpocr. begreift es bes. auch τοὺς σφόδρα ἐπτοημένους περὶ τὰ παιδικὰ καὶ χαλεποὺς παιδεραστάς, s. Aesch. 1, 52 u. Ar. Nub. 348; ἂγριοι ἔρωτες Plat. Phaed. 81 a; ἄγριος κυβευτής Menand., wie Suid. erkl. ὁ λίαν περὶ τὸ κυβεύειν ἐσπουδακώς. – 3) vom Felde unb ebaut, τόπος Plat. Phaed. 113 c Legg. X, 905 b; ὄρη Dio 16, 12. [ll. 22, 313 ist wegen Länge der letzten Sylbe ι lang]. – Adv. ἀγρίως, wild, heftig, ἀγρίως ἐσθίειν Antiphan. Ath. VII, 304 a; ἀγρίως καὶ χαλεπῶς dem πρᾴως ἀνέχεσθαι entgegengesetzt, Plut. an seni 7; auch ἄγρια steht so Hes. Sc. 236 ἄγρια δερκόμενος, ὡς ἄγρια παίσδεις Theocr. 20, 6, u. Sp. D.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui vit dans les champs ; p. suite
1 sauvage;
2 au mor. sauvage, farouche, violent, cruel.
Étymologie: ἀγρός.
Russian (Dvoretsky)
ἄγριος: и
1 дикий (αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; ἔλαιον Soph.; τόπος Plat.): μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτός Aesch. вино из дикого винограда;
2 жестокий, свирепый, лютый, злой (ἀνήρ, πτόλεμος Hom.; δρακαίνης φύσις Eur.);
3 неукротимый, необузданный, грубый (θυμός Hom.; ἤθεα Her.; ὀργή Soph.; ἔρωτες Plat.);
4 мучительный, тяжелый (νόσος Soph.; τραύματα Eur.);
5 бурный, ужасный (νύξ Her.; χεῖμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄγριος: -α, -ον, Ὀδ. Ι. 119· ὡσαύτ. ος, ον, Ἰλ. Τ. 88, Πλάτ. Νόμ. 824Α· ἄγριος, ὡς θηλ., ὡσαύτως παρὰ Φωκυλ. 3. 6, Θεοκρ. 22. 36· ἀγρία ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 614, Σοφ. Φ. 173, 265, Ο. Τ. 476: - συγκρ. -ώτερος, Θουκ. 6. 60: -ὑπερθ. -ώτατος, Πλάτ. Πολ. 564Α: (ἀγρός): ὁ ζῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἄγριος, Λατ. agrestis: ἐντεῦθεν· Ι. ἐπὶ ζῴων τὸ ἐναντίον τοῦ τιθασὸς ἢ ἥμερος, ἄγριος, ἄγριον θηρίον· βάλλειν ἄγρια πάντα, ἄγρια ζῷα παντὸς εἴδους, Ἱλ. Ε. 52· αἴξ, σῦς, Γ. 24., Ι. 539· ἵπποι, ὄνοι, κτλ., Ἡρόδ. 7. 86., κτλ., ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς ἐν ἀγρίᾳ καταστάσει διατελούντων, ὁ αὐτ. Δ. 191· ἐπὶ χωρικοῦ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν πολίτην, Μόσχ. 5. 15. 2) ἐπὶ δένδρων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἥμερον, ἄγριος, Πινδ. Ἀποσπ. 21, Ἡρόδ. 4.21, κτλ.· μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτόν, παρασκευασθὲν ἐξ ἀγρίας ἀμπέλου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, 4· ἄγριον ἔλαιον. Σοφ. Τρ. 1197· ὕλη, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 476, κτλ. 3) ἐπὶ χωρῶν· ἀγρία γῆ, ἀκαλλιέργητος, Λατ. horridus, Πλάτ. Φαίδ. 113 Β, Νόμ. 905 Β: - ἀλλά, ΙΙ. κατ’ ἐξοχ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ζῴων, κτλ. καθ’ ὅσον ἔχουσιν ἰδιότητας ἀνηκούσας εἰς ἀγρίαν κατάστασιν: 1) ὑπὸ ἠθικὴν ἔννοιαν, τραχύς, κακός, χαλεπός, ἄγριος, Λατ. ferus, ferox, Ἰλ. Θ. 96. Ὀδ. Α. 199, κτλ.· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 349, 567, Αἰσχίν. 8. 10· τύραννος, δεσπότης, Πλάτ. Γοργ. 510 Β. Πολ. 329 C· ἄγριε παῖ καὶ στυγνέ, Θεόκρ. 23, 19, πρβλ. 2, 54· ἄγρ. κυβευτής, ὁ μετὰ πάθους παίζων κύβους, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 335. 2) ἐπὶ χαρακτῆρος, διαθέσεως, πάθους, ἄγροικος, τραχύς, ἄγριος, μανιώδης, κακός, θυμός, χόλος, Ἰλ. Ι. 629, Δ. 23· λέων δ’ ὣς ἄγρια οἶδεν, Ω. 41· ἄγρ. πτόλεμος, μῶλος, Ρ. 737, 398· ἄγριος ἄτη, Τ. 88· ἄγρ. ὁδοί, ἄγρ. τρόποι ἢ βουλαί, Σοφ. Ἀντ. 1274· ὀργή, Ο. Τ. 344· ἀγριώτατα ἤθεα, Ἡρόδ. 4. 106· ἔρωτες, Πλάτ. Φαίδ. 81Α· φιλία, ὁ αὐτ. Νόμ. 837 Β, πρβλ. Πολ. 572 Β, κτλ.: - τὸ ἄγριον, ἡ ἀγριότης, ὁ αὐτ. Κρατ. 394Ε· ἐς τὸ ἀγριώτερον, εἰς τραχύτερα μέτρα, Θουκ. 6, 60. 3) ἐπὶ πραγμάτων, περιστάσεων, κτλ., τραχύς, σκληρός, δεσμά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 176· τέρας, Εὐρ. Ἱππ. 1214· νὺξ ἀγριωτέρη, ἀγρία, θυελλώδης, Ἡρόδ. 8. 13· δουλεία, δούλωσις, Πλάτ. Πολ. 564Α, καὶ ἀλλ.· ξύστασις ἀγρία, βιαία προσπάθεια, ὁ αὐτ. Φιλ. 46D ἄγρ. βάρος, ἐπὶ δυνατοῦ, θερμοῦ οἴνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130. β) ἀγρ. νόσος, πιθ. συνώνυμ. τῷ τεθηριωμένος, η, ἐν τῇ ἰατρ. σημασ., χαλεπή, καρκινώδης, Σοφ. Φ. 173, 265· ἄγρ. ἕλκος, Βίων 1. 16· ἴδε ἀγριαίνω, ἀγριόω, καὶ πρβλ. Κέλσ. 5. 28, 16. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., -ίως, μὲ ἄγριον, μανιώδη τρόπον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 972, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 705· ὡσαύτως, ἄγρια, οὐδ. πληθ., Ἡσ. Ἀσπ. 236, Μόσχ. 1. 11. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι ἁπανταχοῦ μακρὰ παρ’ Ὁμήρῳ· παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφοκλ. εἶναι μακρὰ ἐν Ἰαμβικ. στίχοις, ἀλλὰ βραχεῖα ἐν λυρικοῖς· παρ’ Εὐρ. μακρὰ ἢ βραχεῖα ἀδιαφόρως. -Ὁ Ὅμηρ. ἔχει ῑ, ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρά, Ἰλ. Χ. 313].
English (Autenrieth)
2 or 3 (ἀγρός): wild, as opp. to tame; met., ferocious, savage.
English (Slater)
ἄγριος
a wild, not domestic ἄγριος ἔλαιος fr. 46.
b wild, fierce κεράιζεν ἀγρίους θῆρας (P. 9.21) ]αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων[ sc. of the Sphinx. fr. 177d.
English (Abbott-Smith)
ἄγριος, -α, -ον (< ἀγρός), [in LXX for שָׂדֶה, etc.;]
1.living in fields, wild: μέλι. Mt 3:4, Mk 1:6.
2.savage, fierce: Ju 13. (Cf. usage in π. of a malignant wound; MM, VGT, s.v.) †
English (Strong)
from ἀγρός; wild (as pertaining to the country), literally (natural) or figuratively (fierce): wild, raging.
English (Thayer)
(ἀγρός) (from Homer down);
1. living or growing in the fields or the woods, used of animals in a state of nature, and of plants which grow without culture: μέλι ἄγριον wild honey, either that which is deposited by bees in hollow trees, clefts of rocks, on the bare ground (Diodorus Siculus 19,94at the end, speaking of the Nabathaean Arabians says φύεται παῥ αὐτοῖς μέλι πολύ τό καλούμενον ἄγριον, ᾧ χρῶνται πότῳ μεθ' ὕδατος; cf. Suidas and especially Suicer under the word ἀκρίς): fierce, untamed: κύματα θαλάσσης, Wisdom of Solomon 14:1).
Greek Monotonic
ἄγριος: -α, -ον και -ος, -ον·συγκρ. ἀγριώτερος· υπερθ. ἀγριώτατος (ἀγρός)· αυτός που ζει στους αγρούς, Λατ. agrestis:
I. 1. λέγεται για τα ζώα, άγριος, ανήμερος· αἲξ σῦς, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵπποι, ὄνοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ.· λέγεται για αγρότη, χωρικό, αντίθ. προς το πολίτης, σε Μόσχ.
2. χρησιμοποιείται για δέντρο, άγριος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μητρὸς ἀγρίας ἄπο, φτιαγμένο από άγριο κλίμα, αμπέλι, σε Αισχύλ.· ἄγριον ἔλαιον, σε Σοφ.
3. επίσης χρησιμοποιείται για χώρες, βάρβαρος, απολίτιστος, σε Πλάτ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα και ζώα, που έχουν ιδιότητες που ανήκουν σε άγρια κατάσταση·
2. με ηθική σημασία, άγριος, βάναυσος, σκληρός, Λατ. ferus, ferox, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. βίαιος, τραχύς, ωμός, σκληρός, αγενής, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀγριώτατα ἤθεα, σε Ηρόδ.· ἐς τὸ ἀγριώτερον, σε πιο σκληρά μέτρα, σε Θουκ.
4. λέγεται ακόμη για πράγματα και καταστάσεις ή περιστάσεις, τραχύς, σκληρός, σε Αισχύλ. κ.λπ.· νὺξ ἀγριωτέρη, περισσότερο άγρια, θυελλώδης, σε Ηρόδ.· ἀγρία νόσος, καρκινώδης αρρώστια, σε Σοφ.
III. επίρρ., ἀγρίως, με άγριο, μανιώδη τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, ἄγρια, ως ουδ. πληθ., σε Ησίοδ., Μόσχ.
Middle Liddell
ἀγρός
living in the fields, Lat. agrestis:
I. of animals, wild, savage, αἴξ, σῦς Il.; ἵπποι, ὄνοι Hdt., etc.; of men, Hdt.; of a countryman, as opp. to a citizen, Mosch.
2. of trees, wild, Hdt., etc.; μητρὸς ἀγρίας ἄπο made from the wild vine, Aesch.; ἄγρ. ἔλαιον, Soph.
3. of countries, wild, uncultivated, Plat.
II. of men and animals, having qualities incident to a wild state:
1. in moral sense, savage, fierce, Lat. ferus, ferox, Hom., etc.
2. wild, brutal, coarse, boorish, rude, Hom., etc.; ἀγριώτατα ἤθεα Hdt.; ἐς τὸ ἀγριώτερον to harsher measures, Thuc.
3. of things and circumstances, cruel, harsh, Aesch., etc.; νὺξ ἀγριωτέρη more wild, stormy, Hdt.; ἀγρ. νόσος a malignant disease, Soph.
III. adv. -ίως, savagely, Aesch., etc.: also ἄγρια as neut. pl., Hes., Mosch.
Chinese
原文音譯:¥grioj 阿格里哦士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:田野
字義溯源:野的,激怒的,狂傲的,野,狂;源自(ἀγρός)=田野);而 (ἀγρός)出自(ἄγω)*=帶領)。這字的本意是指田野,就是( 太3:4; 可1:6)所描寫的田野間的蜂蜜;但用來形容反常的人性,就成了岔怒,狂傲;形容海浪就成了狂瀾暴浪,乃是( 猶1:13)所說的狂浪
出現次數:總共(3);太(1);可(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 野(2) 太3:4; 可1:6;
2) 狂(1) 猶1:13
English (Woodhouse)
cruel, fierce, inhuman, savage, wild, not cultivated
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ζεῖ στούς ἀγρούς, τραχύς). Ἀπό τή ρίζα αγρ- τοῦ ἀγρός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγριόω (=ἐξαγριώνω, ἐρεθίζω), ἀγριότης.
Lexicon Thucydideum
feritas maior, too great savagery, 6.60.2.
Translations
Afrikaans: wild; Albanian: egër; Arabic: مُتَوَحِّش; Egyptian Arabic: شموس; Armenian: վայրի; Aromanian: ayru, aghru; Assamese: বনৰীয়া, জংঘলী, বনজ; Azerbaijani: vəhşi; Belarusian: дзі́кі; Bikol Central: maulam; Bulgarian: див; Catalan: salvatge; Chickasaw: imilhlha; Chinese Mandarin: 野生的, 野的; Czech: divoký; Danish: vild; Dutch: wild; Estonian: metsik; Finnish: villi, kesytön, villi-; French: sauvage; Friulian: salvadi; Galician: salvaxe, fero, bravo; Georgian: ველური; German: wild; Gothic: 𐍅𐌹𐌻𐌸𐌴𐌹𐍃; Greek: άγριος; Ancient Greek: ἄγριος; Guaraní: ñarõ; Hebrew: בַּר, פֶּרֶא; Hungarian: vad; Icelandic: villtur; Ido: sovaja; Italian: selvaggio, selvatico; Japanese: 野生の; Kazakh: жабайы; Korean: 야생의, 길들여지지 않은; Lao: ປ່າ; Latin: ferox, ferus, silvestris; Latvian: mežonīgs, meža; Lithuanian: laukinis; Livonian: mõtsāli, mõtsā-; Luxembourgish: wëll; Macedonian: див; Malay: liar; Malayalam: വന്യ, കാട്ട്; Maore Comorian: nyeha; Maori: kuwao, taewao, mohoao, tūwā, pāwhara; Mon: ဂြိုပ်; Mongolian: зэрлэг; Norwegian: vill; Occitan: salvatge, sauvatge; Old English: wilde; Persian: وحشی; Polish: dziki; Portuguese: selvagem, silvestre, bravio; Quechua: sallqa, purun, k'ita; Romanian: sălbatic; Romansch: selvadi, salvadi, salvatg, sulvedi, sulvadi; Russian: дикий; Sardinian: eremidu, spédriu, spérdiu; Scottish Gaelic: allaidh, fiadhaich; Serbo-Croatian Cyrillic: дивљи, дивљачки, диваљ, необуздан; Roman: divlji, divljački, divalj, neobuzdan; Sicilian: sarvaggiu, sarbaggiu; Slovak: divoký, divý; Slovene: divji; Spanish: salvaje, montaraz; Swedish: vild; Tagalog: mailap, ligaw, maliyap; Telugu: పిచ్చి; Thai: ป่า; Tocharian B: col; Turkish: vahşi, yabani; Ukrainian: дикий; Venetian: salvadego, salbego; Vietnamese: hoang dã; Welsh: gwyllt