ἀδείμαντος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδείμαντος:''' -ον ([[δειμαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀδειμάντως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται [[φόβος]], αυτός που δεν προξενεί φόβο· [[οἰκία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀδείμαντος:''' -ον ([[δειμαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀδειμάντως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται [[φόβος]], αυτός που δεν προξενεί φόβο· [[οἰκία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδείμαντος:''' <b class="num">1)</b> безбоязненный, неустрашимый ([[παῖς]] Pind.): οὐκ ἀ. [[ἑαυτοῦ]] Aesch. боящийся за себя; [[ὅστις]] ἦλθ᾽ ἀδειμάντῳ [[ποδί]] Eur. который бесстрашно прошел;<br /><b class="num">2)</b> не внушающий страха, безопасный ([[οἰκία]] Luc.).
}}
}}