ἀδείμαντος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδείμαντος Medium diacritics: ἀδείμαντος Low diacritics: αδείμαντος Capitals: ΑΔΕΙΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: adeímantos Transliteration B: adeimantos Transliteration C: adeimantos Beta Code: a)dei/mantos

English (LSJ)

ἀδείμαντον, (δειμαίνω)
A fearless, dauntless, Pi.N.10.17, etc.; ἦλθ' ἀ. ποδί E.Rh.697: c. gen., ἐμαυτῆς ἀ. without fear for myself, A.Pers.162. Adv. ἀδειμάντως Id.Ch.771.
2 where no fear is, οἰκία Luc.Philops.31.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene miedo, valiente σπέρμ' ἀδείμαντον de Heracles, Pi.N.10.17, ἀ. παῖς Pi.I.1.12, ἦλθ' ἀδειμάντῳ ποδί E.Rh.696, cf. Nonn.D.22.35, φωνή Nonn.Par.Eu.Io.5.12
de cosas οἰκία Luc.Philops.31.
2 adv. ἀδειμάντως = valerosamente A.Ch.771, Pamph.Mon.Soter.37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne s'effraie pas : ἀδείμαντος ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;
2 où il n'y a rien à craindre.
Étymologie: , δειμαίνω.

German (Pape)

frei von Furcht, unerschrocken, Pind. παῖς I. 1.12; σπέρμα N. 10.17; οὐκ ἐμαυτῆς οὖσ' ἀδ. Aesch. Pers. 158; πούς Eur. Rhes. 697.
• Adv. ἀδειμάντως, Aesch. Ch. 760.

Russian (Dvoretsky)

ἀδείμαντος:
1 безбоязненный, неустрашимый (παῖς Pind.): οὐκ ἀ. ἑαυτοῦ Aesch. боящийся за себя; ὅστις ἦλθ᾽ ἀδειμάντῳ ποδί Eur. который бесстрашно прошел;
2 не внушающий страха, безопасный (οἰκία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδείμαντος: -ον, (δειμαίνω) ἄφοβος, ἀκατάπληκτος, Πινδ. Ν. 10. 30, κτλ.· μ. γεν., ἀδ. ἐμαυτῆς, ἄνευ φόβου περὶ ἐμαυτῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 162: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Χο. 771. 2) ἔνθα οὐδεὶς ἔγκειται φόβος, ὁ μὴ παρέχων φόβον, οἰκία, Λουκ. Φιλόψ. 31.

English (Slater)

ᾰδείμαντος fearless, of Herakles ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος (N. 10.17) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα (I. 1.12)

Greek Monotonic

ἀδείμαντος: -ον (δειμαίνω),
1. άφοβος, ατρόμητος, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. ἀδειμάντως, σε Αισχύλ.
2. εκεί όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται φόβος, αυτός που δεν προξενεί φόβο· οἰκία, σε Λουκ.

Middle Liddell

δειμαίνω
1. fearless, dauntless, Pind., etc.:—adv. -τως, Aesch.
2. where no fear is, οἰκία Luc.