αἰκάλλω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰκάλλω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. (<i>αἰκάλος</i>),<br /><b class="num">1.</b> [[κολακεύω]], [[θωπεύω]], [[χαϊδεύω]], [[καλοπιάνω]], με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. λέγεται για [[σκύλο]], [[κουνώ]] την [[ουρά]] κολακευτικά, χαδιάρικα, με [[δουλοπρέπεια]], σε Βάβρ. (αυτή είναι πιθ. και η ριζική [[σημασία]]).
|lsmtext='''αἰκάλλω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. (<i>αἰκάλος</i>),<br /><b class="num">1.</b> [[κολακεύω]], [[θωπεύω]], [[χαϊδεύω]], [[καλοπιάνω]], με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. λέγεται για [[σκύλο]], [[κουνώ]] την [[ουρά]] κολακευτικά, χαδιάρικα, με [[δουλοπρέπεια]], σε Βάβρ. (αυτή είναι πιθ. και η ριζική [[σημασία]]).
}}
{{elru
|elrutext='''αἰκάλλω:''' ласкать ([[κύνα]] Eur.): τὰ μὲν λόγι᾽ αἰκάλλει με Arph. эти предсказания ласкают мой слух; τὸν δεσπότην αἰ. Arph. (о собаке) ласкаться к хозяину.
}}
}}